Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011
Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011
Νανουρισέ με να χαθώ στ' ονείρου μου τη λήθη-
Κι άσε να ηχούν οι λέξεις σου στ'αυτιά μου παραμύθι.
Στα χέρια σου αν με κρατάς αλήθεια ειν'το ψέμα,
στο στήθος η λαβωματιά εστέρεψε από αίμα.
Και γίνηκε ξανά καρδιά από πληγή που ήταν
και μέσα της αισθήματα που'χαν πεθάνει μπήκαν.
Και σαν κοιμάμαι και γελώ,σαν σφίγγω σου το χέρι
ξεθώριασε σα θύμηση, φύγε σα καλοκαίρι.
Μα στη μεριά απ΄το στρώμα σου φυλώ τη ζεστασιά σου,
και κάθε που ονειρεύομαι θα έρχομαι κοντά σου
Κι αντίο αφού δεν θα μου πεις, ο χωρισμός πεθαίνει.
Κάθε που σ'όνειρο φανείς ξυπνώ ευτυχισμένη
Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011
Ο ταχυδακτυλουργός και το κόλπο με τα μαχαίρια
Τα φώτα χαμηλώνουν. Και η παράσταση ξεκινά.
Το υποψήφιο θύμα παίρνει θέση απέναντι από τον ταχυδακτυλουργό. Κορίτσι εύθραυστο θα την περιέγραφαν αργότερα, μα φορούσε πάντα το πέπλο του δυναμισμού και το ζωγραφισμένο χαμόγελο που απαιτούσε η παράσταση. Ο ταχυδακτυλουργός δεν την κοιτάει στα μάτια -μα, πότε άραγε το είχε κάνει; Δε φοβάται- εμπιστεύεται το δάσκαλό της - εξάλλου, έχουν αμέτρητες φορές προβάρει το κόλπο και ποτέ δεν την τραυμάτισε. Φωνές, όλο και πιο δυνατές, όλο και πιο διψασμένες. Μπροστά στα μάτια της συντελλείται η αλλαγή, που δεν μπορεί να αποτρέψει. Πρώτη φορά στην καριέρα της δειλιάζει - σκέφτεται να λιποτακτήσει, να εγκαταλείψει το μάγο, μα ο επαγγελματισμός της δεν της επιτρεπει να αφήσει τη θέση της - κι άλλωστε, η εμπιστοσύνη δε μπορεί να χαθεί μέσα σε λεπτά. Ο ταχυδακτυλουργός ρίχνει το μαχαίρι. Υπόκωφος ήχος - το μαχαίρι τη χτυπάει στην καρδιά. Ο πόνος τη διαπερνά μα δεν τον νιώθει, όταν δεν πιστεύεις σε κάτι πώς να το αισθανθείς; Τον κοιτάζει με έκπληκτα μάτια και μετά στρέφεται στο κοινό που πριν λίγο την καλωσόρισε. Μάτια κενά και μια βουβή αναμονή - το κοινό δεν χειροκροτεί ποτέ το βοηθό - μόνο τον πρωταγωνιστή. Λίγο πριν σωριαστεί κατάχαμα καταλαβαίνει πως η θυσία της ήταν η κάθαρσή τους.
Σιωπή για ελάχιστα δευτερόλεπτα και μετα κραυγές τρόμου και αναστάτωσης - υποκρισία.Ο μάγος κρύβει το προσωπό του στα χέρια του.
Στο δικαστήριο μόνο ο θύτης. Φόνος εξ'αμελείας η ετυμηγορία. Αθώος ο κατηγορούμενος. Και το κοινό αθώο. Μέχρι την επόμενη παράσταση.
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Κορμί γυμνό παραδομένο στη γαλήνη του ύπνου.
Φαντασία μου γόνιμη που σεργιανίζεις,
σκαλίζοντας το χάρτη με τ' ακροδάχτυλά σου.
Και φιλι-φιλί ζεστό, συνταξιδιώτη μου στο όνειρο.
Αγκαλιά και χάδι μου ανεπανάληπτο
-εμείς λαθρεπιβάτες στο βαγόνι του μέλλοντος που οι καιροί μας στέρησαν.
Ψάξε με-
σκιά στο είδωλο του λατρεμένου σου προσώπου...
Φύσηξέ μου πνοή ζωής και γέννησέ με απ'την αρχή.
Να ζω μόνο για σένα.
Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011
Κάνω τη σκέψη μου ευχή και στη φορώ στην τσέπη,
να σε φυλάει από κακό, κρυφά να σε προσέχει.
Κάνω το σ'αγαπώ κλωστή κι υφαίνω τον πλανήτη,
γίνοντ'οι ήπειροι οδοί που σ'οδηγούνε σπίτι.
Πώς ταξιδεύει η ψυχή κι ας είν'αλλού το σώμα,
πώς πέρασε τόσος καιρός και σ'αγαπώ ακόμα.
Και ποια απόσταση μπορεί να σβήσει τη μορφή σου,
κοιμούμαι μ'άλλον αγκαλιά αλλά ξυπνώ μαζί σου.
να σε φυλάει από κακό, κρυφά να σε προσέχει.
Κάνω το σ'αγαπώ κλωστή κι υφαίνω τον πλανήτη,
γίνοντ'οι ήπειροι οδοί που σ'οδηγούνε σπίτι.
Πώς ταξιδεύει η ψυχή κι ας είν'αλλού το σώμα,
πώς πέρασε τόσος καιρός και σ'αγαπώ ακόμα.
Και ποια απόσταση μπορεί να σβήσει τη μορφή σου,
κοιμούμαι μ'άλλον αγκαλιά αλλά ξυπνώ μαζί σου.
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
Σε ένα όνειρο
-τα βήματά μου ανάλαφρα-
ίσα που τάραζαν την παγωμένη ηρεμία του.
Και κανείς γύρω μου δεν με παρατηρούσε,
μολονότι σχεδόν αιωρούμουν...
Προχώρησα ώρα πολλή
-το νερό γίνηκε πάγος και ξανάγινε νερό-
μα τα γυμνά μου πόδια δεν κατάλαβαν τη διαφορά.
Έχω μάθει πια να μένω απαθής
σε κάθε μεταβολή της θερμοκρασίας.
Κι ευγνωμονώ όσους μου το έμαθαν.
Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011
Το στέμμα
Κάποτε, στο χωριό της Ουτοπίας υπήρχε ένα παιχνίδι.
Το παιχνίδι μας. Το παιχνίδι δίχως τέλος.
Θυμάσαι γιατί;
Και οι δύο πριγκίπισσες.
Πάντα σε κοντινά βασίλεια, πολύ κοντινά.
Τόσο που με το πάτημα ενός πλήκτρου
(θυμάσαι το διακόπτη για το φως στο διάδρομο;)
με καλούσες κι ερχόμουν.
Κάθε φορά που κοινός εχθρός πολιορκούσε.
Μα, τί εχθροί!
Εχθρός ήταν κι ο χρόνος - θυμάσαι;
Γι'αυτό το παιχνίδι δεν τέλειωνε ποτέ.
Μου περιέγραφες το στέμμα σου -από κοράλλι και διαμάντια,
κάθε φορά και πιο περίτεχνο, μεγάλωνε κι αυτό μαζί μας.
Και μετά φτιάχναμε το δικό μου, από σμαράγδι και αμέθυστο-
και σαν νοερά τα στολίζαμε δεν ήμασταν πια εμείς.
Ξέφευγες από το σώμα σου και σαν φαντασία ξεγλιστρούσες στο μέλλον-
έτσι ήθελες να το φαντάζεσαι.
Πάντα ελεύθερη.
Κι εγώ το ίδιο.
Ξέρεις, το στέμμα γινόταν κέλυφος από ατσάλι - και η πληγή δεν χωρούσε να περάσει.
Εμείς το πλέξαμε έτσι, θυμάσαι;
Κι έγιναν πολλά - και πέρασαν χρόνια που έκλεισα το στέμμα μου στο μπαούλο
ένα μπαούλο παλιό κι αραχνιασμένο,
που μέσα φύλαγα ό,τι πονούσε το ισχνό μου σώμα.
Εκεί και την καρδιά μου.
Μα το μυαλό όχι.
Εκείνο με σεργιάνιζε στα άδυτα του παραμυθιού -
παραμύθι για παρελθόν και όνειρο για μέλλον
κι αγόραζα εκεί καρδιά -
και ζούσα μέχρι ν'αναστηθεί η δική μου.
Και αναστήθηκε.
Μπήκε και βγήκε χιλιάδες φορές στο μπαούλο -
σου είχα δώσει το αντικλείδι-
κι όταν ξεχνούσα το κλειδί μου
(Τϊ ξεχασιάρα, θα έλεγες τρυφερά)
Μου άνοιγες με το δικό σου.
Κι έτσι πέρασαν χρόνια κι άλλα χρόνια
Ακόμη θυμόσουν από τι ήταν φτιαγμένο το στέμμα μου!
Πώς ήταν δυνατό να θυμάσαι τόσες λεπτομέρειες; σε ρωτούσα με δέος.
"Δεν τις θυμάμαι. Τις ζω. Έχω ακόμη το αντικλείδι σου, ξέρεις"
Και κύλησαν αιώνες στο παραμύθι και λεπτά στο όνειρο - και πέταξα το μπαούλο.
Την καρδιά μου πια την είχα μαζί - πότε στέμμα και πότε φυλαχτό κρυφό στα στήθη.
Και ένα βράδυ από κείνα τα ατέλειωτα, ήρθες ξανά στον ύπνο μου να παίξουμε.
Νόστος κι αγάπη στη φωνή σου.
Φόρεσες τα σμαράγδια στα μαλλιά σου και άγγιξες και τα δικά μου.
Μα, δεν υπήρχε τίποτα.
Μήτε εκεί μήτε στα στήθη.
Κενό .
Ούτε πληγή.
Κενό.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
"Δεν είμαι πριγκίπισσα πια. Δεν έμεινε τίποτα. Το σμαράγδι και τον αμέθυστο τον χάρισα για αγάπη μα μου επιστράφηκαν ως σκέτες πέτρες. ", σου είπα και αγκάλιασα το μαξιλάρι να μη δεις τα δάκρυά μου.
Κι άπλωσες το χέρι να κόψεις έν'αστέρι από τον ουρανό-
τί εύκολα που το ξεκαρφίτσωσες από το μαύρο του βελούδο!
Και μου το πέρασες στέμμα στα μαλλιά - να γίνω ξανά πριγκίπισσα.
Με φίλησες απαλά στο μέτωπο κι εξαφανίστηκες.
Το πρωί ξύπνησα χαμογελώντας-και το στέμμα μου ήταν ακόμη εκεί.
Το παιχνίδι μας. Το παιχνίδι δίχως τέλος.
Θυμάσαι γιατί;
Και οι δύο πριγκίπισσες.
Πάντα σε κοντινά βασίλεια, πολύ κοντινά.
Τόσο που με το πάτημα ενός πλήκτρου
(θυμάσαι το διακόπτη για το φως στο διάδρομο;)
με καλούσες κι ερχόμουν.
Κάθε φορά που κοινός εχθρός πολιορκούσε.
Μα, τί εχθροί!
Εχθρός ήταν κι ο χρόνος - θυμάσαι;
Γι'αυτό το παιχνίδι δεν τέλειωνε ποτέ.
Μου περιέγραφες το στέμμα σου -από κοράλλι και διαμάντια,
κάθε φορά και πιο περίτεχνο, μεγάλωνε κι αυτό μαζί μας.
Και μετά φτιάχναμε το δικό μου, από σμαράγδι και αμέθυστο-
και σαν νοερά τα στολίζαμε δεν ήμασταν πια εμείς.
Ξέφευγες από το σώμα σου και σαν φαντασία ξεγλιστρούσες στο μέλλον-
έτσι ήθελες να το φαντάζεσαι.
Πάντα ελεύθερη.
Κι εγώ το ίδιο.
Ξέρεις, το στέμμα γινόταν κέλυφος από ατσάλι - και η πληγή δεν χωρούσε να περάσει.
Εμείς το πλέξαμε έτσι, θυμάσαι;
Κι έγιναν πολλά - και πέρασαν χρόνια που έκλεισα το στέμμα μου στο μπαούλο
ένα μπαούλο παλιό κι αραχνιασμένο,
που μέσα φύλαγα ό,τι πονούσε το ισχνό μου σώμα.
Εκεί και την καρδιά μου.
Μα το μυαλό όχι.
Εκείνο με σεργιάνιζε στα άδυτα του παραμυθιού -
παραμύθι για παρελθόν και όνειρο για μέλλον
κι αγόραζα εκεί καρδιά -
και ζούσα μέχρι ν'αναστηθεί η δική μου.
Και αναστήθηκε.
Μπήκε και βγήκε χιλιάδες φορές στο μπαούλο -
σου είχα δώσει το αντικλείδι-
κι όταν ξεχνούσα το κλειδί μου
(Τϊ ξεχασιάρα, θα έλεγες τρυφερά)
Μου άνοιγες με το δικό σου.
Κι έτσι πέρασαν χρόνια κι άλλα χρόνια
Ακόμη θυμόσουν από τι ήταν φτιαγμένο το στέμμα μου!
Πώς ήταν δυνατό να θυμάσαι τόσες λεπτομέρειες; σε ρωτούσα με δέος.
"Δεν τις θυμάμαι. Τις ζω. Έχω ακόμη το αντικλείδι σου, ξέρεις"
Και κύλησαν αιώνες στο παραμύθι και λεπτά στο όνειρο - και πέταξα το μπαούλο.
Την καρδιά μου πια την είχα μαζί - πότε στέμμα και πότε φυλαχτό κρυφό στα στήθη.
Και ένα βράδυ από κείνα τα ατέλειωτα, ήρθες ξανά στον ύπνο μου να παίξουμε.
Νόστος κι αγάπη στη φωνή σου.
Φόρεσες τα σμαράγδια στα μαλλιά σου και άγγιξες και τα δικά μου.
Μα, δεν υπήρχε τίποτα.
Μήτε εκεί μήτε στα στήθη.
Κενό .
Ούτε πληγή.
Κενό.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
"Δεν είμαι πριγκίπισσα πια. Δεν έμεινε τίποτα. Το σμαράγδι και τον αμέθυστο τον χάρισα για αγάπη μα μου επιστράφηκαν ως σκέτες πέτρες. ", σου είπα και αγκάλιασα το μαξιλάρι να μη δεις τα δάκρυά μου.
Κι άπλωσες το χέρι να κόψεις έν'αστέρι από τον ουρανό-
τί εύκολα που το ξεκαρφίτσωσες από το μαύρο του βελούδο!
Και μου το πέρασες στέμμα στα μαλλιά - να γίνω ξανά πριγκίπισσα.
Με φίλησες απαλά στο μέτωπο κι εξαφανίστηκες.
Το πρωί ξύπνησα χαμογελώντας-και το στέμμα μου ήταν ακόμη εκεί.
Σάββατο 27 Αυγούστου 2011
Νεράιδα δίχως παραμύθι...
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό δάσος, ζούσε μια νεράιδα. Μολονότι ανήκε σε αυτό το είδος, η ομορφιά της δεν ήταν τόσο εκτυφλωτική όσο των υπόλοιπων νεράιδων και δεν είχε φτερά, κι έτσι ζούσε χωρίς παραμύθι. Και ζούσε όμορφα και γαλήνια στην πραγματικότητά της, χωρίς ποτέ να της λείψει η μαγεία του παραμυθιού.
Μια μέρα, έφτασε στο δάσος ένας πρίγκιπας από χώρα μακρινή. Είχε χάσει το βασίλειο του και ήταν πολύ δυστυχισμένος-πίστευε πως η ζωή του είχε τελειώσει και για να τιμωρήσει τον εαυτό του που δεν κατάφερε να κρατήσει την κυριαρχία του, εξορίστηκε στο μαγεμένο δάσος.
Η ιστορία του έκπτωτου πρίγκιπα ήταν κοινό μυστικό σε όλο το δάσος, αν και ο ίδιος ποτέ δεν είχε φανερώσει την αλήθεια του. Η νεράιδα τον πλησίασε για να τον καλωσορίσει.
"Είσαι στ'αλήθεια νεράιδα;", τη ρώτησε απορημένος.
"Είμαι ό,τι βλέπεις. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο", του απάντησε διφορούμενα.
"Μα...οι νεράιδες είναι πλάσματα ονειρικά, σχεδόν διάφανα, με τεράστια λαμπερά φτερά. Εσύ έχεις σάρκα και οστά, μοιάζεις τόσο γήινη...",της είπε και συνοφρυώθηκε δύσπιστα.
"Οι νεράιδες των παραμυθιών είναι έτσι...Εγώ δεν έχω παραμύθι-ακριβώς λόγω της ανθρώπινής μου υπόστασης", του εξήγησε ήρεμα.
"Και δεν σε πειράζει που δεν έχεις δικό σου παραμύθι;"
"Καθόλου...Όταν δεν έχεις γνωρίσει κάτι, δεν είναι δυνατό να σου λείπει. Ή τουλάχιστον να σου λείπει με τρόπο τόσο έντονο που να μη μπορείς να ζήσεις. Πάρε για παράδειγμα το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος-πριν αποκτήσει κατάλευκα φτερά και αριστοκρατικό λαιμό, ζούσε ήσυχα συμβιβασμένο με τη φύση και τις δυνατότητές του", του είπε η νεράιδα και τον χάιδεψε σχεδόν μητρικά στο χέρι.
Κι έτσι άρχισαν να μιλάνε. Μιλούσαν για ώρες, μέρες. Ο ήλιος έδινε τη θέση του στο φεγγάρι και μέχρι να πάρει ξανά τη θέση του στον ουρανό, ο πρίγκιπας και η νεράιδα κάθονταν πλάι-πλάι. Δεν κατάλαβε ακριβώς πότε άρχισε να λατρεύει τον τρόπο που στένευε τα μάτια του και την κοιτούσε πειρακτικά, ούτε πότε εξαρτήθηκε από το αυθορμητό του γέλιο. Απλά συνέβη. Και ήταν ευτυχισμένη. Και, ναι, αν την κοιτάξεις λάμπει από ομορφιά- και υπέροχα, χρυσαφένια φτερά στραφταλίζουν πια στην πλάτη της.
"Τώρα μπορείς να ζήσεις το δικό σου παραμύθι", της ψιθύρισε ο πρίγκιπας.
" Φοβάμαι να το ζήσω, γιατί σε κάθε ιστορία που έχω ακούσει από παιδί, υπάρχει το κακό...Θέλω τη μαγεία αλλά φοβάμαι να αντιμετωπίσω το σκοτάδι...", είπε τρομαγμένη η νεράιδα.
"Όσο έχεις παραμύθι, έχεις και μαγικές δυνάμεις- πάντα το καλό νικάει το σκοτάδι",της είπε τρυφερά και τη φίλησε στο μέτωπο.
Και είχε δίκιο που φοβόταν γιατί όπως σε κάθε ιστορία που διηγείται η γιαγιά στα εγγόνια της, έτσι και στο παραμύθι της νεράιδάς μας καραδοκούσε το κακό. Ένα κακό ακαθόριστο και ιδιότυπο που είχε τη μορφή μιας γυναίκας τόσο γερασμένης, άσχημης και φθονερής που γύρω της δεν άνθιζαν λουλούδια, που με ένα της βλέμμα θανάτωνε καθετί ζωντανό. Την έλεγαν Παρελθόν. Και φυσικά φθονούσε τη νεράιδα που απέκτησε μαγικές δυνάμεις. Έριξε κατάρα στο δάσος και στο παραμύθι να κρατήσει μόνο δύο χειμώνες - κι όπως θα γδύνονταν τα βουνά από τα χιόνια για να υποδεχτούν την άνοιξη έτσι να σβήσουν και οι σελίδες της ιστορίας.
Και, δυστυχώς, τα μάγια έπιασαν και σιγά-σιγά αυτό που ήταν παραμυθένιο και ιδανικό, άρχισε να ατονεί, να αποκτά φυσική υπόσταση. Η νεράιδα άρχισε να ανησυχεί- το ένιωθε πως το παραμύθι τελείωνε. Έτσι, ζήτησε τη συμβουλή της σοφής γερόντισσας που κατείχε όλα τα μυστικά του δάσους.
"Μου είπε πως αν σφραγίσουμε τα χείλη μας με ένα φιλί πραγματικής αγάπης, τα μάγια θα λυθούν. Το παραμύθι μας θα κρατήσει για πάντα και θα φτιάξουμε το δικό μας βασίλειο.", του ψιθύρισε σίγουρη για την απάντησή του κι έσκυψε να τον φιλήσει.
Κι όμως, δεν της μίλησε. Στεκόταν απλά και την κοίταζε στα μάτια.Και τραβήχτηκε λίγο πριν ενωθούν τα χείλη τους.
"Δεν καταλαβαίνω...", τραύλισε δειλά η νεράιδα, αν και είχε καταλάβει πολύ καλά.
"Δεν είμαι έτοιμος να φτιάξω νέο βασίλειο..Τουλάχιστον όχι τώρα, όχι εδώ, όχι μαζί σου...Συγχώρεσέ με, προσπάθησα να σε αγαπήσω μα δεν τα κατάφερα...Ήθελα να σου χαρίσω το παραμύθι, μα τελικά σου έδωσα μια ουτοπία...", της είπε κρατώντας της τα χέρια.
Και χάθηκε η ομορφιά της.Και τα φτερά έπεσαν σαν μαραμένα πέταλα λουλουδιού στα πλευρά της.Ο πρίγκιπας έφυγε και δεν την αναζήτησε ποτέ ξανά. Μαζί με το παραμύθι που πέθανε, έσβησε και το Παρελθόν, η κακιά αυτή μάγισσα που δεν είχε πια λόγο ύπαρξης.
Και η νεράιδα δεν αποκάλυψε σε κανέναν άλλο τη μαγική της υπόσταση.Έμαθε πολύ καλά πως τα παραμύθια δεν είναι όπως τα ονειρευόμαστε παιδιά. Δεν έχουν όλα αίσιο τέλος.
Μια μέρα, έφτασε στο δάσος ένας πρίγκιπας από χώρα μακρινή. Είχε χάσει το βασίλειο του και ήταν πολύ δυστυχισμένος-πίστευε πως η ζωή του είχε τελειώσει και για να τιμωρήσει τον εαυτό του που δεν κατάφερε να κρατήσει την κυριαρχία του, εξορίστηκε στο μαγεμένο δάσος.
Η ιστορία του έκπτωτου πρίγκιπα ήταν κοινό μυστικό σε όλο το δάσος, αν και ο ίδιος ποτέ δεν είχε φανερώσει την αλήθεια του. Η νεράιδα τον πλησίασε για να τον καλωσορίσει.
"Είσαι στ'αλήθεια νεράιδα;", τη ρώτησε απορημένος.
"Είμαι ό,τι βλέπεις. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο", του απάντησε διφορούμενα.
"Μα...οι νεράιδες είναι πλάσματα ονειρικά, σχεδόν διάφανα, με τεράστια λαμπερά φτερά. Εσύ έχεις σάρκα και οστά, μοιάζεις τόσο γήινη...",της είπε και συνοφρυώθηκε δύσπιστα.
"Οι νεράιδες των παραμυθιών είναι έτσι...Εγώ δεν έχω παραμύθι-ακριβώς λόγω της ανθρώπινής μου υπόστασης", του εξήγησε ήρεμα.
"Και δεν σε πειράζει που δεν έχεις δικό σου παραμύθι;"
"Καθόλου...Όταν δεν έχεις γνωρίσει κάτι, δεν είναι δυνατό να σου λείπει. Ή τουλάχιστον να σου λείπει με τρόπο τόσο έντονο που να μη μπορείς να ζήσεις. Πάρε για παράδειγμα το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος-πριν αποκτήσει κατάλευκα φτερά και αριστοκρατικό λαιμό, ζούσε ήσυχα συμβιβασμένο με τη φύση και τις δυνατότητές του", του είπε η νεράιδα και τον χάιδεψε σχεδόν μητρικά στο χέρι.
Κι έτσι άρχισαν να μιλάνε. Μιλούσαν για ώρες, μέρες. Ο ήλιος έδινε τη θέση του στο φεγγάρι και μέχρι να πάρει ξανά τη θέση του στον ουρανό, ο πρίγκιπας και η νεράιδα κάθονταν πλάι-πλάι. Δεν κατάλαβε ακριβώς πότε άρχισε να λατρεύει τον τρόπο που στένευε τα μάτια του και την κοιτούσε πειρακτικά, ούτε πότε εξαρτήθηκε από το αυθορμητό του γέλιο. Απλά συνέβη. Και ήταν ευτυχισμένη. Και, ναι, αν την κοιτάξεις λάμπει από ομορφιά- και υπέροχα, χρυσαφένια φτερά στραφταλίζουν πια στην πλάτη της.
"Τώρα μπορείς να ζήσεις το δικό σου παραμύθι", της ψιθύρισε ο πρίγκιπας.
" Φοβάμαι να το ζήσω, γιατί σε κάθε ιστορία που έχω ακούσει από παιδί, υπάρχει το κακό...Θέλω τη μαγεία αλλά φοβάμαι να αντιμετωπίσω το σκοτάδι...", είπε τρομαγμένη η νεράιδα.
"Όσο έχεις παραμύθι, έχεις και μαγικές δυνάμεις- πάντα το καλό νικάει το σκοτάδι",της είπε τρυφερά και τη φίλησε στο μέτωπο.
Και είχε δίκιο που φοβόταν γιατί όπως σε κάθε ιστορία που διηγείται η γιαγιά στα εγγόνια της, έτσι και στο παραμύθι της νεράιδάς μας καραδοκούσε το κακό. Ένα κακό ακαθόριστο και ιδιότυπο που είχε τη μορφή μιας γυναίκας τόσο γερασμένης, άσχημης και φθονερής που γύρω της δεν άνθιζαν λουλούδια, που με ένα της βλέμμα θανάτωνε καθετί ζωντανό. Την έλεγαν Παρελθόν. Και φυσικά φθονούσε τη νεράιδα που απέκτησε μαγικές δυνάμεις. Έριξε κατάρα στο δάσος και στο παραμύθι να κρατήσει μόνο δύο χειμώνες - κι όπως θα γδύνονταν τα βουνά από τα χιόνια για να υποδεχτούν την άνοιξη έτσι να σβήσουν και οι σελίδες της ιστορίας.
Και, δυστυχώς, τα μάγια έπιασαν και σιγά-σιγά αυτό που ήταν παραμυθένιο και ιδανικό, άρχισε να ατονεί, να αποκτά φυσική υπόσταση. Η νεράιδα άρχισε να ανησυχεί- το ένιωθε πως το παραμύθι τελείωνε. Έτσι, ζήτησε τη συμβουλή της σοφής γερόντισσας που κατείχε όλα τα μυστικά του δάσους.
"Μου είπε πως αν σφραγίσουμε τα χείλη μας με ένα φιλί πραγματικής αγάπης, τα μάγια θα λυθούν. Το παραμύθι μας θα κρατήσει για πάντα και θα φτιάξουμε το δικό μας βασίλειο.", του ψιθύρισε σίγουρη για την απάντησή του κι έσκυψε να τον φιλήσει.
Κι όμως, δεν της μίλησε. Στεκόταν απλά και την κοίταζε στα μάτια.Και τραβήχτηκε λίγο πριν ενωθούν τα χείλη τους.
"Δεν καταλαβαίνω...", τραύλισε δειλά η νεράιδα, αν και είχε καταλάβει πολύ καλά.
"Δεν είμαι έτοιμος να φτιάξω νέο βασίλειο..Τουλάχιστον όχι τώρα, όχι εδώ, όχι μαζί σου...Συγχώρεσέ με, προσπάθησα να σε αγαπήσω μα δεν τα κατάφερα...Ήθελα να σου χαρίσω το παραμύθι, μα τελικά σου έδωσα μια ουτοπία...", της είπε κρατώντας της τα χέρια.
Και χάθηκε η ομορφιά της.Και τα φτερά έπεσαν σαν μαραμένα πέταλα λουλουδιού στα πλευρά της.Ο πρίγκιπας έφυγε και δεν την αναζήτησε ποτέ ξανά. Μαζί με το παραμύθι που πέθανε, έσβησε και το Παρελθόν, η κακιά αυτή μάγισσα που δεν είχε πια λόγο ύπαρξης.
Και η νεράιδα δεν αποκάλυψε σε κανέναν άλλο τη μαγική της υπόσταση.Έμαθε πολύ καλά πως τα παραμύθια δεν είναι όπως τα ονειρευόμαστε παιδιά. Δεν έχουν όλα αίσιο τέλος.
Κυριακή 21 Αυγούστου 2011
Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011
Η αδύναμη λάμψη ενός ασθενικού έρωτα
Πανσέληνο σ'ονόμασα στου φεγγαριού τη χάση,
σε κάθε τι μου σκοτεινό, το φως σου είχε φτάσει
Φαντάστηκά σε ζεστασιά στον κρύο μου Φλεβάρη,
σε λύρα που ήταν άμουση, εγίνηκες δοξάρι.
Στη γέμωση όμως χάθηκε μεμιάς η ομορφιά σου,
αφού η σελήνη φώτισε τα χίλια σφάλματά σου.
Κι όσο κι αν έχει παγωνιά- ακόμη κι αν δε βλέπω-
πλέον δεν έχω δύναμη το φως σου να επιτρέπω.
Πέμπτη 19 Μαΐου 2011
Πέμπτη 7 Απριλίου 2011
Γνωστοί Άγνωστοι
Και στέρεψε το αντίο μου τη στιγμή που με κοίταξες-και τα χείλη κινήθηκαν σε μια άηχη κραυγή. Ούτε φιλί,ούτε χάδι- σα στάχτη ξεγλίστρησα απ'τα δάχτυλά σου. Ούτε δάκρυα- στέγνωσαν πάνω στα μάτια μου που λαίμαργα αποτύπωσαν το είδωλό σου. Όχι, δεν υπήρξε αντίο. Ποτέ μου δεν σε γνώρισα- γι'αυτό δεν σε αποχαιρετώ.
Και στη βροχή σ'αντάμωσα και γίνηκες απάγκιο...
Και θαρρετά άπλωσα τα ονείρατά μου στα χέρια σου τα δυο-
χέρια τρεμάμενα, ζύγια που βάραιναν προς το παρελθόν.
Κοίτα με-δεν υπήρξα ποτέ.
Σαν το νερό εξατμίστηκα στη ζέση του τότε σου.
Σαν στάχτη διαλύομαι στη φωτιά του τώρα σου.
Η σειρά μου δεν ήρθε ακόμη-
η σειρά μου δεν θα έρθει ποτέ.
Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
Μ'ακούς;
Σου κλειδωσα τις πόρτες-
επτασφράγιστη πια να'μαι, συμπαγής αντί διάφανη-
μέσα μου πια δεν βλέπεις .
Κλείδωσα, μ'ακούς;
Ούτε φιλί, ούτε χαμόγελο.Ούτε σκέψη.
Όχι γιατί φοβάμαι - τον ένιωσα το φόβο- τον νίκησα.
Είμαι η ίδια φόβος.
Είμαι εγώ η μοναξιά, εγώ και η παρουσία.
Κι αν σε αναζητώ, γίνομαι εσύ-
και είμαι όνειρο και ευχή.
Μα δεν προφέρω τ'ονομά σου-πια δεν επιτρέπεται.
Θαρρούν πως σε ξορκίζω αν δε σε καλώ- θαρρούν πως είναι λησμονιά η λήθη.
Μπορώ να ξεχάσω και να θυμάμαι - όπως μπόρεσες να υπάρχεις και να μην υπήρξες ποτέ.
Κλείδωσα, δε με πιστεύεις;
Τους υπάκουσα- είπαν πως δε σ'αγάπησα. Δε σ'αγάπησα.
Δε σ'ερωτεύτηκα. Δε σε λαχτάρησα, δε σε νοστάλγησα.
Κι όλα αυτά τα "δεν", τα σκάλισαν κλειδί μου για τον παράδεισο.
"Κλείδωσε, την ακούς;", σου φωνάζουν όλοι.
Ξέφρενο γέλιο - μα μόνοι τους γελούν ενόσω κλαίω.
Έλα να σου πω το μυστικό.
Έλα στ'όνειρό μου, να'μαστε μόνοι.
Κι όλα τα "δεν" μου, να τα γεννήσεις φιλί.
επτασφράγιστη πια να'μαι, συμπαγής αντί διάφανη-
μέσα μου πια δεν βλέπεις .
Κλείδωσα, μ'ακούς;
Ούτε φιλί, ούτε χαμόγελο.Ούτε σκέψη.
Όχι γιατί φοβάμαι - τον ένιωσα το φόβο- τον νίκησα.
Είμαι η ίδια φόβος.
Είμαι εγώ η μοναξιά, εγώ και η παρουσία.
Κι αν σε αναζητώ, γίνομαι εσύ-
και είμαι όνειρο και ευχή.
Μα δεν προφέρω τ'ονομά σου-πια δεν επιτρέπεται.
Θαρρούν πως σε ξορκίζω αν δε σε καλώ- θαρρούν πως είναι λησμονιά η λήθη.
Μπορώ να ξεχάσω και να θυμάμαι - όπως μπόρεσες να υπάρχεις και να μην υπήρξες ποτέ.
Κλείδωσα, δε με πιστεύεις;
Τους υπάκουσα- είπαν πως δε σ'αγάπησα. Δε σ'αγάπησα.
Δε σ'ερωτεύτηκα. Δε σε λαχτάρησα, δε σε νοστάλγησα.
Κι όλα αυτά τα "δεν", τα σκάλισαν κλειδί μου για τον παράδεισο.
"Κλείδωσε, την ακούς;", σου φωνάζουν όλοι.
Ξέφρενο γέλιο - μα μόνοι τους γελούν ενόσω κλαίω.
Έλα να σου πω το μυστικό.
Έλα στ'όνειρό μου, να'μαστε μόνοι.
Κι όλα τα "δεν" μου, να τα γεννήσεις φιλί.
Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011
Αγγίζω την παλάμη σου.
Το απαλό σου δέρμα γλιστράει σα μετάξι κατω από τα δάχτυλά μου-και μου χαμογελάς.
Τόσο πολύ που παύει να κάνει κρύο, παύει να είναι νύχτα-και εγώ δεν είμαι πια εγώ-
μέσα από το γέλιο σου αναδύομαι και παίρνω σάρκα και οστά.
Όχι, δεν υπήρξε ζωή πριν από σένα.
Ούτε όνειρα υπήρξαν.
Δεν υπήρξαν λόγια- οι λέξεις απλή ηχώ στο απόλυτο κενό.
Ταξιδεύω στη γραμμή της ζωής σου-για λεπτά,μέρες,χρόνια...
Συνοδοιπόρος σου κρυφός-πάντα εκεί για να ξαποστάσεις αν ο δρόμος σε κουράσει...
Θα γίνω νερό να ξεδιψάσεις, ήλιος να ζεσταθείς, ελπίδα να πιστέψεις...
Ταξιδεύω κι άλλο.
Λίγο πριν φτάσω στη γραμμή της καρδιάς δειλιάζω-
στα τόσα χρόνια, άνοιξε η γραμμή χαράδρα.
Απέναντί μου το τέλειο- εσύ- το ζαχίρ μου.
Στέκομαι στο χείλος και κρατιέμαι από το χέρι σου.
Αν πέσω μέσα θα χαθώ και αν φύγω θα πεθάνω...
Μα αν χαθώ θα'χω καρδιά για να σε νανουρίζουν γλυκά οι χτύποι της τα βράδια...
Αφήνω τα χέρια και πέφτω...
Το απαλό σου δέρμα γλιστράει σα μετάξι κατω από τα δάχτυλά μου-και μου χαμογελάς.
Τόσο πολύ που παύει να κάνει κρύο, παύει να είναι νύχτα-και εγώ δεν είμαι πια εγώ-
μέσα από το γέλιο σου αναδύομαι και παίρνω σάρκα και οστά.
Όχι, δεν υπήρξε ζωή πριν από σένα.
Ούτε όνειρα υπήρξαν.
Δεν υπήρξαν λόγια- οι λέξεις απλή ηχώ στο απόλυτο κενό.
Ταξιδεύω στη γραμμή της ζωής σου-για λεπτά,μέρες,χρόνια...
Συνοδοιπόρος σου κρυφός-πάντα εκεί για να ξαποστάσεις αν ο δρόμος σε κουράσει...
Θα γίνω νερό να ξεδιψάσεις, ήλιος να ζεσταθείς, ελπίδα να πιστέψεις...
Ταξιδεύω κι άλλο.
Λίγο πριν φτάσω στη γραμμή της καρδιάς δειλιάζω-
στα τόσα χρόνια, άνοιξε η γραμμή χαράδρα.
Απέναντί μου το τέλειο- εσύ- το ζαχίρ μου.
Στέκομαι στο χείλος και κρατιέμαι από το χέρι σου.
Αν πέσω μέσα θα χαθώ και αν φύγω θα πεθάνω...
Μα αν χαθώ θα'χω καρδιά για να σε νανουρίζουν γλυκά οι χτύποι της τα βράδια...
Αφήνω τα χέρια και πέφτω...
Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011
Προσευχή
Απόψε φοβάμαι για σένα.
Και δεν είναι το απόψε που θα σε φέρει κοντά μου, ούτε το αύριο.
Είναι το ποτέ.
Και σε κατηγορώ ευγνωμονώντας σε, κι όσο σε μισώ άλλο τόσο σε λατρεύω.
Προσεύχομαι για σένα-
και νιώθω τις λέξεις μου να γίνονται ευχές που δειλά χαιδεύουν τ'ακροδάχτυλα ενός Θεού που μας ένωσε σαν μαγνήτης και μας χώρισε σα σεισμός.
Και δεν είναι το απόψε που θα σε φέρει κοντά μου, ούτε το αύριο.
Είναι το ποτέ.
Και σε κατηγορώ ευγνωμονώντας σε, κι όσο σε μισώ άλλο τόσο σε λατρεύω.
Προσεύχομαι για σένα-
και νιώθω τις λέξεις μου να γίνονται ευχές που δειλά χαιδεύουν τ'ακροδάχτυλα ενός Θεού που μας ένωσε σαν μαγνήτης και μας χώρισε σα σεισμός.
"Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς"- και σε βλέπω να γελάς- φύλαγέ τον από κάθε κακό.
"Γεννηθήτω το θέλημά σου"- στα χέρια σου να με κρατάς ενόσω κοιμάμαι- Γιάτρεψε κάθε του πληγή και την αλμύρα των δακρύων του ρίξ΄την στις δικές μου.
Θέλω να'ναι στεγνά τα μάτια του.
"Ελθέτω η Βασιλεία σου" - αγκαλιά στο βαρκάκι, η αγαπημένη μου φωτογραφία - Κλέψε το φτερούγισμα του χελιδονιού και φόρεσέ το στην καρδιά του, να ερωτευτεί ξανά.
Μ'ασημένια κλωστή λησμονιάς πλέξε τα βλέφαρά του - υφανέ τα διάφανο όστρακο -
πως μαύρα μαργαριτάρια τα δυο του μάτια που με παραμύθια αλλόκοτα με νανουρίσαν...
"Ως εν ουρανώ και επί της γης" - και σε φιλάω κάτω από τα χείλη, να προσέχεις στο γυρισμό, πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις-
Δύο δρόμοι, μονοπάτια αδιασταύρωτα - ούτε παράλληλλοι, ούτε κάθετοι-
θα'λεγες πως οι καιροί τους γέλασαν και δεν ανταμώθηκαν ποτέ- παρά μόνο σε μια ουτοπία.
Καλύτερα έτσι. Μην τον αφήσεις να δει πως μάτωσαν τα πόδια μου να τον αναζητώ-
βαδίζοντας σε δρόμους με πέτρα και αγκάθια.
Μην τον αφήσεις να δει πως πια δεν περπατάω για να μη ματώσει ξανα η πληγή.
πως μαύρα μαργαριτάρια τα δυο του μάτια που με παραμύθια αλλόκοτα με νανουρίσαν...
"Ως εν ουρανώ και επί της γης" - και σε φιλάω κάτω από τα χείλη, να προσέχεις στο γυρισμό, πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις-
Δύο δρόμοι, μονοπάτια αδιασταύρωτα - ούτε παράλληλλοι, ούτε κάθετοι-
θα'λεγες πως οι καιροί τους γέλασαν και δεν ανταμώθηκαν ποτέ- παρά μόνο σε μια ουτοπία.
Καλύτερα έτσι. Μην τον αφήσεις να δει πως μάτωσαν τα πόδια μου να τον αναζητώ-
βαδίζοντας σε δρόμους με πέτρα και αγκάθια.
Μην τον αφήσεις να δει πως πια δεν περπατάω για να μη ματώσει ξανα η πληγή.
"Δι 'ευχών" - τελευταία αγκαλιά στην εξώπορτα, λίγο πριν το τέλος-
Καληνύχτα.
Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011
Πέρασε καιρός...
Πάει καιρός.
Και πάλι νύχτα στέκομαι να κοιτάζω το λευκό χαρτί,
Παλεύοντας να καλλιεργήσω μιαν έμπνευση άγουρη - μια φαντασία στείρα-
τί κι αν την έσπειρα με σκέψεις και αισθήματα;
άγονο έδαφος και λέξεις δεν μπορώ να θερίσω...
Πάει καιρός.
Ω, ναι! Πια κατάλαβα και τώρα σε ευγνωμονώ-
γιατί σαν άνεμος έφυγες και παρέσυρες τη σκέψη μου μαζί σου.
Ελεύθερη φυλακισμένη και σα φυγάς γέννησε τις ομορφότερές της ρίμες-
και δεν την είδες, γιατί αόρατη ήταν κι όσα εκείνη μπόρεσε να δει
ίσως ποτέ να μην έγιναν.
Κι έγραφα για ώρες, μέρες, χρόνια -
και πάλι όσα ήθελα να πω σφραγίστηκαν για πάντα σε μια απουσία.
Πώς όλοι με κοιτούσαν να κινώ τα χείλη μου- μα ήχος δεν έβγαινε-
παρά μόνο για να τον ακούσεις εσύ.
Εσύ που στο αντίο σου ήσουν γιασεμί και στο χαιρετισμό σου τριαντάφυλλο γεμάτο αγκάθια.
Εσύ που σα σκιά πότε με ακολουθείς, λες κι είσαι αγάπη,
και πότε φεύγεις μπροστά-
να ξεφύγεις - μα, από τί να ξεφύγεις;
Δεν είμαι εγώ αυτή που φοβάσαι-δεν είμαστε εμείς.
Κοίτα πίσω από τις προτάσεις. Πίσω από τις ομοιοκαταληξίες.
Στέκομαι και προσμένω να με βρεις.
the eternal sadness of a painted smile |
Και πάλι νύχτα στέκομαι να κοιτάζω το λευκό χαρτί,
Παλεύοντας να καλλιεργήσω μιαν έμπνευση άγουρη - μια φαντασία στείρα-
τί κι αν την έσπειρα με σκέψεις και αισθήματα;
άγονο έδαφος και λέξεις δεν μπορώ να θερίσω...
Πάει καιρός.
Ω, ναι! Πια κατάλαβα και τώρα σε ευγνωμονώ-
γιατί σαν άνεμος έφυγες και παρέσυρες τη σκέψη μου μαζί σου.
Ελεύθερη φυλακισμένη και σα φυγάς γέννησε τις ομορφότερές της ρίμες-
και δεν την είδες, γιατί αόρατη ήταν κι όσα εκείνη μπόρεσε να δει
ίσως ποτέ να μην έγιναν.
Κι έγραφα για ώρες, μέρες, χρόνια -
και πάλι όσα ήθελα να πω σφραγίστηκαν για πάντα σε μια απουσία.
Πώς όλοι με κοιτούσαν να κινώ τα χείλη μου- μα ήχος δεν έβγαινε-
παρά μόνο για να τον ακούσεις εσύ.
Εσύ που στο αντίο σου ήσουν γιασεμί και στο χαιρετισμό σου τριαντάφυλλο γεμάτο αγκάθια.
Εσύ που σα σκιά πότε με ακολουθείς, λες κι είσαι αγάπη,
και πότε φεύγεις μπροστά-
να ξεφύγεις - μα, από τί να ξεφύγεις;
Δεν είμαι εγώ αυτή που φοβάσαι-δεν είμαστε εμείς.
Κοίτα πίσω από τις προτάσεις. Πίσω από τις ομοιοκαταληξίες.
Στέκομαι και προσμένω να με βρεις.
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011
Γύρνα πλευρό και κράτα με,για μια στιγμή σιμά σου,
όπως δεν μ'άγγιξες ποτέ-ν'ακούσω την καρδιά σου...
Κι αν είναι οι χτύποι δανεικοί σαν ρολογιού τους δείκτες,
όπου αντίστροφα μετρούν τις φωτεινές μου νύχτες-
μου φτάνει που τους ένιωσα σαν της βροχής τις στάλες
να αργοκυλάνε ρυθμικά στου ονείρου μου τις σκάλες...
Εκεί όπου ανέβηκα θαρρώντας θα σε φτάσω-
μα φαίνεται δεν πρόλαβα, μοιραίο να σε χάσω;
Κι είναι εκείνη που απαλά αγγίζει το κορμί σου,
στο στήθος της όταν μετρά την κάθε αναπνοή σου...
Και τα σκαλιά εγίνηκαν γκρεμός να τον κατέβω-
να μη θωρώ,να μην πονώ, να πάψω να ζηλεύω...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)