Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014




Είναι χρόνια τώρα που τον αγαπά - αυτό θα έλεγε κανείς ότι είναι η βασική της ασχολία. Τον αγαπάει με τη σκέψη, με την ψυχή, με το αφυδατωμένο της κορμί. Και τέτοιο ήταν ανέκαθεν το μέγεθος της αγάπης της γι'αυτόν, που έγνοια δεν είχε για κανέναν, μήτε και για τον εαυτό της.

Οι καιροί περνούσαν κι εκείνη απαράλλαχτη σαν το συναίσθημά της, περίμενε σταθερά στην ίδια θέση, φοβούμενη να μετακινηθεί μήπως έρθει και δεν τη βρει.

Κάποτε και μετά από παραινέσεις τρίτων, σηκώθηκε άκεφα από την καρέκλα της και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη - ψηλάφισε τους μαύρους κύκλους, τις αμυδρές ρυτίδες γύρω από τα θολά της μάτια, το λακκάκι ενός γέλιου που είχε από καιρό σβήσει. Η ομορφιά της ήταν θαμπή σαν ποτήρι πολυκαιρισμένο από τη χρήση. Όχι, το είδωλο αυτό σίγουρα δεν ανήκε σε κείνη - καθησύχασε τον εαυτό της ότι ονειρεύεται. Κάθισε ξανά στην καρέκλα της χαμογελαστή και συνέχισε να τον σκέφτεται.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014


Αγναντεύει από το παράθυρο της. Πάντα μελαγχολική και λιγομίλητη. Όλοι προσπαθούν να μαντέψουν ποια τρομερή συμφορά της έκλεψε τη χαρά.

Και όλοι της μιλούν και της γελάνε - χαμογελά κι εκείνη όμως μόνο με τα χείλη της. Τα μάτια της δεν ακολουθούν - είναι πάντα θολά κι ονειροπόλα. Στις συζητήσεις απαντά μονολεκτικά και σχεδόν αφηρημένα. Κάποτε ήρθαν και σε μένα, που τη γνώριζα καλά, να με ρωτήσουν αν ξέρω γιατί δε μιλάει σχεδόν ποτέ.

- "Γιατί ό,τι και να πει πια δεν είναι αρκετό για να τον φέρει πίσω...", τους απάντησα.