Κυριακή 5 Ιουνίου 2016






Μα, κοίταξέ με! Στην καρδιά χτυπάς και δε ματώνω,
εστράγγιξε το αίμα μου, δεν ακλουθεί τον πόνο
Κι εδά δεν είμαι άνθρωπος με το κενό στα στήθη,
κι ό,τι υπήρξα κάποτε το κρύβω μες στη λήθη.

Χάνομαι στην απόσταση θαρρώ να μην υπάρχω
διαγράφοντας τις μνήμες μου κι εμένανε διαγράφω
μιλούν μόνο στο σώμα μου-κανείς τους δεν το βλέπει;
Μέσα από τζάμι τους κοιτώ, είδωλο σε καθρέφτη.

Πληγή που δεν τη φίλησες κι έγινε μολυσμένη
μιαίνοντας το αίμα μου στο κέντρο μου ανεβαίνει,
Άκου! πως εξασθένησαν με μιας αυτού οι χτύποι!
Πνοή μ’ αφήνει ζωντανή κι όμως ζωή της λείπει.