Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Νεράιδα δίχως παραμύθι...

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό δάσος, ζούσε μια νεράιδα. Μολονότι ανήκε σε αυτό το είδος, η ομορφιά της δεν ήταν τόσο εκτυφλωτική όσο των υπόλοιπων νεράιδων και δεν είχε φτερά, κι έτσι ζούσε χωρίς παραμύθι. Και ζούσε όμορφα και γαλήνια στην πραγματικότητά της, χωρίς ποτέ να της λείψει η μαγεία του παραμυθιού.
Μια μέρα, έφτασε στο δάσος ένας πρίγκιπας από χώρα μακρινή. Είχε χάσει το βασίλειο του και ήταν πολύ δυστυχισμένος-πίστευε πως η ζωή του είχε τελειώσει και για να τιμωρήσει τον εαυτό του που δεν κατάφερε να κρατήσει την κυριαρχία του, εξορίστηκε στο μαγεμένο δάσος.
Η ιστορία του έκπτωτου πρίγκιπα ήταν κοινό μυστικό σε όλο το δάσος, αν και ο ίδιος ποτέ δεν είχε φανερώσει την αλήθεια του. Η νεράιδα τον πλησίασε για να τον καλωσορίσει.
"Είσαι στ'αλήθεια νεράιδα;", τη ρώτησε απορημένος.
"Είμαι ό,τι βλέπεις. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο", του απάντησε διφορούμενα.
"Μα...οι νεράιδες είναι πλάσματα ονειρικά, σχεδόν διάφανα, με τεράστια λαμπερά φτερά. Εσύ έχεις σάρκα και οστά, μοιάζεις τόσο γήινη...",της είπε και συνοφρυώθηκε δύσπιστα.
"Οι νεράιδες των παραμυθιών είναι έτσι...Εγώ δεν έχω παραμύθι-ακριβώς λόγω της ανθρώπινής μου υπόστασης", του εξήγησε ήρεμα.
"Και δεν σε πειράζει που δεν έχεις δικό σου παραμύθι;"
"Καθόλου...Όταν δεν έχεις γνωρίσει κάτι, δεν είναι δυνατό να σου λείπει. Ή τουλάχιστον να σου λείπει με τρόπο τόσο έντονο που να μη μπορείς να ζήσεις. Πάρε για παράδειγμα το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος-πριν αποκτήσει κατάλευκα φτερά και αριστοκρατικό λαιμό, ζούσε ήσυχα συμβιβασμένο με τη φύση και τις δυνατότητές του", του είπε η νεράιδα και τον χάιδεψε σχεδόν μητρικά στο χέρι.

Κι έτσι άρχισαν να μιλάνε. Μιλούσαν για ώρες, μέρες. Ο ήλιος έδινε τη θέση του στο φεγγάρι και μέχρι να πάρει ξανά τη θέση του στον ουρανό, ο πρίγκιπας και η νεράιδα κάθονταν πλάι-πλάι. Δεν κατάλαβε ακριβώς πότε άρχισε να λατρεύει τον τρόπο που στένευε τα μάτια του και την κοιτούσε πειρακτικά, ούτε πότε εξαρτήθηκε από το αυθορμητό του γέλιο. Απλά συνέβη. Και ήταν ευτυχισμένη. Και, ναι, αν την κοιτάξεις λάμπει από ομορφιά- και υπέροχα, χρυσαφένια φτερά στραφταλίζουν πια στην πλάτη της.
"Τώρα μπορείς να ζήσεις το δικό σου παραμύθι", της ψιθύρισε ο πρίγκιπας.
" Φοβάμαι να το ζήσω, γιατί σε κάθε ιστορία που έχω ακούσει από παιδί, υπάρχει το κακό...Θέλω τη μαγεία αλλά φοβάμαι να αντιμετωπίσω το σκοτάδι...", είπε τρομαγμένη η νεράιδα.
"Όσο έχεις παραμύθι, έχεις και μαγικές δυνάμεις- πάντα το καλό νικάει το σκοτάδι",της είπε τρυφερά και τη φίλησε στο μέτωπο.

Και είχε δίκιο που φοβόταν γιατί όπως σε κάθε ιστορία που διηγείται η γιαγιά στα εγγόνια της, έτσι και στο παραμύθι της νεράιδάς μας καραδοκούσε το κακό. Ένα κακό ακαθόριστο και ιδιότυπο που είχε τη μορφή μιας γυναίκας τόσο γερασμένης, άσχημης και φθονερής που γύρω της δεν άνθιζαν λουλούδια, που με ένα της βλέμμα θανάτωνε καθετί ζωντανό. Την έλεγαν Παρελθόν. Και φυσικά φθονούσε τη νεράιδα που απέκτησε μαγικές δυνάμεις. Έριξε κατάρα στο δάσος και στο παραμύθι να κρατήσει μόνο δύο χειμώνες - κι όπως θα γδύνονταν τα βουνά από τα χιόνια για να υποδεχτούν την άνοιξη έτσι να σβήσουν και οι σελίδες της ιστορίας.
Και, δυστυχώς, τα μάγια έπιασαν και σιγά-σιγά αυτό που ήταν παραμυθένιο και ιδανικό, άρχισε να ατονεί, να αποκτά φυσική υπόσταση. Η νεράιδα άρχισε να ανησυχεί- το ένιωθε πως το παραμύθι τελείωνε. Έτσι, ζήτησε τη συμβουλή της σοφής γερόντισσας που κατείχε όλα τα μυστικά του δάσους.
"Μου είπε πως αν σφραγίσουμε τα χείλη μας με ένα φιλί πραγματικής αγάπης, τα μάγια θα λυθούν. Το παραμύθι μας θα κρατήσει για πάντα και θα φτιάξουμε το δικό μας βασίλειο.", του ψιθύρισε σίγουρη για την απάντησή του κι έσκυψε να τον φιλήσει.
Κι όμως, δεν της μίλησε. Στεκόταν απλά και την κοίταζε στα μάτια.Και τραβήχτηκε λίγο πριν ενωθούν τα χείλη τους.
"Δεν καταλαβαίνω...", τραύλισε δειλά η νεράιδα, αν και είχε καταλάβει πολύ καλά.
"Δεν είμαι έτοιμος να φτιάξω νέο βασίλειο..Τουλάχιστον όχι τώρα, όχι εδώ, όχι μαζί σου...Συγχώρεσέ με, προσπάθησα να σε αγαπήσω μα δεν τα κατάφερα...Ήθελα να σου χαρίσω το παραμύθι, μα τελικά σου έδωσα μια ουτοπία...", της είπε κρατώντας της τα χέρια.

Και χάθηκε η ομορφιά της.Και τα φτερά έπεσαν σαν μαραμένα πέταλα λουλουδιού στα πλευρά της.Ο πρίγκιπας έφυγε και δεν την αναζήτησε ποτέ ξανά. Μαζί με το παραμύθι που πέθανε, έσβησε και το Παρελθόν, η κακιά αυτή μάγισσα που δεν είχε πια λόγο ύπαρξης.
Και η νεράιδα δεν αποκάλυψε σε κανέναν άλλο τη μαγική της υπόσταση.Έμαθε πολύ καλά πως τα παραμύθια δεν είναι όπως τα ονειρευόμαστε παιδιά. Δεν έχουν όλα αίσιο τέλος.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Δεν ξέρω πότε έπαψα να ελπίζω-δεν ξέρω αν έπαψα να σ'αγαπώ. Μη με ρωτάς αν θα πάψω. Το χαμόγελό σου όταν σε αγκαλιάζει είναι για μένα ο πιο επίπονος λυτρωμός- σα μαχαίρι με βελούδινη λεπίδα κόβει την καρδιά μου-δεν στάζει αίμα ούτε δάκρυα πια. Αγγίζω την αριστερή μεριά του στέρνου μου- κι ανακουφισμένη ακούω τους καθησυχαστικούς ρυθμικούς χτύπους...Και προχωράω.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Η αδύναμη λάμψη ενός ασθενικού έρωτα



Πανσέληνο σ'ονόμασα στου φεγγαριού τη χάση,
σε κάθε τι μου σκοτεινό, το φως σου είχε φτάσει
Φαντάστηκά σε ζεστασιά στον κρύο μου Φλεβάρη,
σε λύρα που ήταν άμουση, εγίνηκες δοξάρι.
Στη γέμωση όμως χάθηκε μεμιάς η ομορφιά σου,
αφού η σελήνη φώτισε τα χίλια σφάλματά σου.
Κι όσο κι αν έχει παγωνιά- ακόμη κι αν δε βλέπω-
πλέον δεν έχω δύναμη το φως σου να επιτρέπω.