Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019



Σε έναν κόσμο που τα αγόρια είναι μπλε, πράσινα, ή γκρι και τα κορίτσια ροζ, πορτοκαλί ή κόκκινα, εκείνος τολμούσε να κυκλοφορεί με φούξια-κίτρινη σχολική τσάντα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που τον υποδεχτήκαμε στην τάξη – μπήκε ψηλός, αδύνατος σαν κλαρί, θα’ταν σίγουρα στα δεκατέσσερά του, μας έριχνε τουλάχιστον τρία τέσσερα χρόνια δηλαδή, πέρασε μπροστά μας χωρίς να κάνει προσπάθεια να καλύψει την παράταιρη σάκα του και κάθισε μόνος του στο τελευταίο θρανίο.

Από όλα πάνω του, πιο μεγάλη εντύπωση μου έκανε αυτή η τσάντα. Ήταν ξεκάθαρα δανεική ή χαρισμένη, σε πολλά σημεία ελαφρά ξηλωμένη και λίγο βρώμικη. Θλίψη μου έβγαζε σαν τα χρώματα της να με κορόιδευαν στη μούρη, σα να προσπαθούσε να είναι φωτεινή για να κρύψει τη μαυρίλα που κουβαλούσε. Με τον καιρό μάθαμε πως είχαν έρθει από την Αλβανία με την οικογένεια του εδώ και δύο χρόνια και, πως, λόγω δυσκολιών με τη γλώσσα, θα ξεκινούσε από την Τετάρτη δημοτικού, παρότι ηλικιακά θα έπρεπε να πηγαίνει Γυμνάσιο. Τον κοίταζα και προσπαθούσα να αλιεύσω στο βλέμμα του αν αισθανόταν άβολα που κρατούσε κοριτσίστικη τσάντα όμως το πρόσωπό του τίποτε δεν πρόδιδε.

Πολύ γρήγορα έγινε το επίκεντρο πειραγμάτων από τους νταήδες της τάξης. Η πρώτη χάρτινη σαΐτα που προσγειώθηκε στο κεφάλι του φτιαγμένη πρόχειρα από μία σελίδα του ανθολογίου έγινε πυροκροτητής ενός ξεσπάσματος ολοένα και πιο σκληρών οχλήσεων – μιμήσεις της αγχωμένης του φωνής όταν έπρεπε να διαβάσει στα ελληνικά κάποια φράση, χλεύης για τα φθαρμένα του ρούχα, την καταπονημένη, ροζ του τσάντα – παλιαδερφή, μαλάκα Αλβανέ, γύφτο, σίχαμα. Έφτασαν στο σημείο να κυκλώσουν με κιμωλία το χώρο που περιέβαλε το θρανίο του, δημιουργώντας ένα σχεδόν διαστροφικό παιχνίδι: όποιος πατούσε εντός του κύκλου, να θεωρείται μολυσμένος και να αποκλείεται από την ομάδα για μια εβδομάδα, μέχρι να φύγει η μόλυνση. Πολλές φορές, ο μολυσμένος για εκδίκηση πήγαινε κι έπιανε κάποιον άλλον, μεταδίδοντας του την «ασθένεια», και ξαφνικά έβλεπες παιδιά στην αυλή να κυνηγιούνται σχηματίζοντας οχτάρια για να μην αγγίξει ο ένας τον άλλον.

Τον Πέτρο εγώ τον συμπαθούσα. Τον αντιμετώπιζα με μια συγκρατημένη ευγένεια, ίσως παραπάνω από τη δέουσα. «Να μιλάς στο καινούργιο παιδάκι. Να το κάνεις να νιώθει άνετα. Τίποτα διαφορετικό δεν έχετε.» Το θεωρούσα κάτι σαν ιεραποστολή να μπορέσω να αντισταθμίσω τις βρισιές και τις προσβολές με τη φιλία και το ενδιαφέρον.

Στους άλλους φυσικά δεν τολμούσα να πω την αλήθεια. Πίσω από την πλάτη του, γελούσα με τα αστεία τους για να μη φαίνομαι διαφορετική. Το διαφορετικό είναι πάντα διακριτό κι εγώ ήθελα να είμαι αόρατη. Πότε δεν τον υπερασπίστηκα.

Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, όποτε βλέπω κάποιον από τους γιους μου να επιστρέφει θλιμμένος από το σχολείο, προβάλλει στο μυαλό μου ολοζώντανη μια εικόνα που είχα σφηνώσει για τα καλά στη λήθη: Ο Πέτρος κατάχαμα, με μια ομάδα αγοριών από πάνω του, άλλοι να τον χτυπούν στο πρόσωπο, κάποιοι να τον κλωτσάνε, και δύο από αυτούς να του κατεβάζουν το παντελόνι και το εσώρουχο. Γυρίζω το βλέμμα μου πιο πέρα και βλέπω κορίτσια να χαχανίζουν δείχνοντας κοροϊδευτικά τα γυμνά του οπίσθια, μα, εμένα δε με βλέπω, σαν να μην είμαι πουθενά – Όμως, να! Με βρήκα: Στέκομαι στο ύψος του κεφαλιού του και τον κοιτώ με γουρλωμένα μάτια, μουγγή, και γελάω, έχω ξεκαρδιστεί στα γέλια με το τεντωμένο μου δάχτυλο να δείχνει προς τα κει που προστάζουν οι βασανιστές του.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019



Στα όνειρά μου πάντα κλείνω ένα παράθυρο. Δεν είναι πάντα το ίδιο – άλλες φορές είναι μεγάλο, με τζάμια γυαλιστερά και μοντέρνα κι άλλες είναι με ξεφτισμένη μπογιά και ξύλινα δίχρωμα παντζούρια όπως αυτό του σπιτιού μας. Μερικές φορές δυσκολεύομαι να το κάνω να κλείσει και τότε ταράζομαι πολύ και βάζω τις φωνές τόσο στο όνειρο όσο και στην αλήθεια.


Η κυρία Αρετή μαρτύρησε στη μαμά το όνειρο που βλέπω κι εκείνη θύμωσε πολύ, γιατί πιστεύει πως κλείνω το παράθυρο επειδή ντρέπομαι για την οικογένειά μου. Έχω δύο εβδομάδες να πάω στην κυρία Αρετή και, από ό,τι φαίνεται, μάλλον δεν θα ξαναπάω. Από το δωμάτιό μου, βλέπω διάφορα παιδιά να επιστρέφουν από το σχολείο άλλοτε περπατώντας, άλλοτε χοροπηδώντας και μου αρέσει πολύ όταν παρατηρώ τις τσάντες τους να  κουνιούνται πέρα δώθε καθώς προχωρούν. Η δική μου τσάντα, όταν πήγαινα σχολείο, ήταν πάντα σχεδόν σταθερή στην πλάτη μου γιατί ποτέ δεν έτρεχα για να γυρίσω στο σπίτι. Βλέπω ακόμη πόρτες να ανοίγουν και μαμάδες με μπερδεμένα μαλλιά και μεγάλα χαμόγελα να υποδέχονται τα παιδιά τους με μια μεγάλη αγκαλιά, καθώς αυτά σκουπίζουν τα πόδια τους στα πεντακάθαρα πατάκια της εξώπορτας. 


Έξω από το δωμάτιό μου ακούγονται συχνά θόρυβοι, κι εγώ, όσο η πόρτα παραμένει κλειδωμένη, φαντάζομαι ότι έχω τις μαγικές υπερδυνάμεις της Ματίλντα – εκείνου του κοριτσιού από την παιδική ταινία – και μπορώ να κάνω αντικείμενα να αλλάζουν θέση, να εξαφανίζονται ή να πετούν. Μπορώ ακόμη να κάνω τους τοίχους διάφανους αλλά για πολύ λίγο, γιατί μετά η μαγεία περνάει και γίνονται συμπαγείς κρύβοντας μας ξανά από τον έξω κόσμο. Σχεδόν ποτέ δεν έχει προλάβει κάποιος να με δει – εκτός από τη μαμά φυσικά, που με βλέπει έτσι κι αλλιώς – και μόνο, υποθέτω, ότι μπορεί να με έχει ακούσει. Ίσως όμως δεν μπορεί να καταλάβει από πού έρχονται οι ήχοι και να πιστεύει ότι είναι κάποιο έργο στην τηλεόραση.


Κι όμως τώρα κάτι δείχνει να αλλάζει. Ή ίσως εγώ να το βλέπω πιο καθαρά, επειδή πια δεν με εμποδίζουν οι τοίχοι, ούτε τα παράθυρα, ούτε καν οι σκεπές. Νιώθω επιτέλους να με βλέπουν αν και δεν κοιτούν πάνω, αλλά το σώμα που άφησα στο πεζοδρόμιο. Στο χέρι μου κρατώ μια εικόνα της Παναγίας, που έμαθα στα Θρησκευτικά ότι είναι η μητέρα όλων μας, και ανυπομονώ να με σφίξει στην αγκαλιά της σα να επιστρέφω τώρα από το σχολείο, σα να με υποδέχεται μετά από καιρό, καθώς σκουπίζω τα πόδια μου στο πεντακάθαρο πατάκι του σπιτιού της.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019



Ο κυρ-Νικόλας λέγανε ήταν Άγιος άνθρωπος, φωτισμένος. Τα μάτια του είχαν το χρώμα της μεγάλης του αγάπης – μπλε ήταν σα τη θάλασσά του, την πανούργα του, όπως την αποκαλούσε. Και τι θησαυρούς έβγαζε με τα δίχτυα του από τα βάθη της – σκορπίνες και σαργούς για τη σούπα, λυθρίνια και μπαρμπούνια για το τηγάνι, τσιπούρες για ψησταριά το βράδυ – τόσο ψάρι είχα φάει στα νιάτα μου, που μεγαλώνοντας δεν ήθελα μήτε να τα βλέπω από τον κορεσμό! Είχε αγάπη μεγάλη για τη θάλασσα ο κυρ-Νίκος… Όσο φουρτουνιασμένη και να ήταν, εκείνος της παρέμενε πιστός – μέρα δεν ήταν που να μη μπαρκάρει, παρά μόνο όταν τον τσάκισε εκείνη η πνευμονία και τον έστειλε τρεις εβδομάδες στη νοσοκομείο «Η Σωτηρία» στην Αθήνα. «Κάτσε και λίγο βρε κυρ-Νίκο μου», τον νουθετούσε η γιαγιά μου, «μεγαλώσαμε δεν είμαστε δα νέοι, να παριστάνεις το παλικάρι σε τέτοια φουσκοθαλασσιά».

Κουβέντα δεν άκουγε ο κυρ-Νικόλας, θαρρείς και τα δίχτυα του είχαν παγιδεύσει και τον ίδιο στ’ ανοιχτά, θαρρείς κ τριβελιζε γύρω τους σαν ψάρι από την αντίθετη, να παλεύει να κλειστεί μέσα. Του έλαχε βλέπετε του κυρ Νικόλα, στην ξηρά να μη βρίσκει στέριωμα, με αυτόν τον διάβολο που πήγε και παντρεύτηκε - Ανθή τη λέγανε, μα μόνο λουλούδια δεν είχε στην καρδιά της. Άνθρωπος στριφνός και δύσκολος από τα μικράτα της, τίποτε δεν κατάφερε να μουλιάσει την ψυχή της – ούτε η αγάπη ούτε το δόσιμο του κυρ-Νίκου που έκανε τα πάντα να την ευχαριστήσει. Τα χείλη της μια τρυφερή κουβέντα ποτέ δεν του είπαν – σφιγμένα και ζαρωμένα, ανοιγόκλειναν μόνο για να δώσουν προστάγματα και διαμαρτυρίες. «Του την έφαγε τη ζωή του δύσμοιρου, ο Σατανάς! Είχε δεν είχε τον απόθανε, του' βγαλε τα πνεμόνια!».

Όταν έμαθα το θάνατο του είχα ήδη φύγει από την Αίγινα πέντε χρόνια. Στην κηδεία δεν μπόρεσα να πάω – έστειλα μόνο ένα συλλυπητήριο γράμμα στη γυναίκα του. Λένε ότι η κυρά-Ανθή δεν ξαναβγήκε από το σπίτι έκτοτε – μια ανιψιά της ανέλαβε τον ανεφοδιασμό και το βασικό νοικοκυριό, με αντάλλαγμα φυσικά να πάρει ως προίκα το διώροφο. Τρία χρόνια αργότερα η Ανθή πέθανε στον ύπνο της - στην δική της κηδεία πήγα. Ήταν η μόνη φορά που είδα τα χείλη της μαλακωμένα και το πρόσωπό της γαλήνιο.