Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019



Ο κυρ-Νικόλας λέγανε ήταν Άγιος άνθρωπος, φωτισμένος. Τα μάτια του είχαν το χρώμα της μεγάλης του αγάπης – μπλε ήταν σα τη θάλασσά του, την πανούργα του, όπως την αποκαλούσε. Και τι θησαυρούς έβγαζε με τα δίχτυα του από τα βάθη της – σκορπίνες και σαργούς για τη σούπα, λυθρίνια και μπαρμπούνια για το τηγάνι, τσιπούρες για ψησταριά το βράδυ – τόσο ψάρι είχα φάει στα νιάτα μου, που μεγαλώνοντας δεν ήθελα μήτε να τα βλέπω από τον κορεσμό! Είχε αγάπη μεγάλη για τη θάλασσα ο κυρ-Νίκος… Όσο φουρτουνιασμένη και να ήταν, εκείνος της παρέμενε πιστός – μέρα δεν ήταν που να μη μπαρκάρει, παρά μόνο όταν τον τσάκισε εκείνη η πνευμονία και τον έστειλε τρεις εβδομάδες στη νοσοκομείο «Η Σωτηρία» στην Αθήνα. «Κάτσε και λίγο βρε κυρ-Νίκο μου», τον νουθετούσε η γιαγιά μου, «μεγαλώσαμε δεν είμαστε δα νέοι, να παριστάνεις το παλικάρι σε τέτοια φουσκοθαλασσιά».

Κουβέντα δεν άκουγε ο κυρ-Νικόλας, θαρρείς και τα δίχτυα του είχαν παγιδεύσει και τον ίδιο στ’ ανοιχτά, θαρρείς κ τριβελιζε γύρω τους σαν ψάρι από την αντίθετη, να παλεύει να κλειστεί μέσα. Του έλαχε βλέπετε του κυρ Νικόλα, στην ξηρά να μη βρίσκει στέριωμα, με αυτόν τον διάβολο που πήγε και παντρεύτηκε - Ανθή τη λέγανε, μα μόνο λουλούδια δεν είχε στην καρδιά της. Άνθρωπος στριφνός και δύσκολος από τα μικράτα της, τίποτε δεν κατάφερε να μουλιάσει την ψυχή της – ούτε η αγάπη ούτε το δόσιμο του κυρ-Νίκου που έκανε τα πάντα να την ευχαριστήσει. Τα χείλη της μια τρυφερή κουβέντα ποτέ δεν του είπαν – σφιγμένα και ζαρωμένα, ανοιγόκλειναν μόνο για να δώσουν προστάγματα και διαμαρτυρίες. «Του την έφαγε τη ζωή του δύσμοιρου, ο Σατανάς! Είχε δεν είχε τον απόθανε, του' βγαλε τα πνεμόνια!».

Όταν έμαθα το θάνατο του είχα ήδη φύγει από την Αίγινα πέντε χρόνια. Στην κηδεία δεν μπόρεσα να πάω – έστειλα μόνο ένα συλλυπητήριο γράμμα στη γυναίκα του. Λένε ότι η κυρά-Ανθή δεν ξαναβγήκε από το σπίτι έκτοτε – μια ανιψιά της ανέλαβε τον ανεφοδιασμό και το βασικό νοικοκυριό, με αντάλλαγμα φυσικά να πάρει ως προίκα το διώροφο. Τρία χρόνια αργότερα η Ανθή πέθανε στον ύπνο της - στην δική της κηδεία πήγα. Ήταν η μόνη φορά που είδα τα χείλη της μαλακωμένα και το πρόσωπό της γαλήνιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου