Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Σε ένα όνειρο

Και ονειρεύτηκα πως περπατούσα στο νερό
-τα βήματά μου ανάλαφρα-
ίσα που τάραζαν την παγωμένη ηρεμία του.
Και κανείς γύρω μου δεν με παρατηρούσε,
μολονότι σχεδόν αιωρούμουν...




Προχώρησα ώρα πολλή
-το νερό γίνηκε πάγος και ξανάγινε νερό-
μα τα γυμνά μου πόδια δεν κατάλαβαν τη διαφορά.

Έχω μάθει πια να μένω απαθής
σε κάθε μεταβολή της θερμοκρασίας.
Κι ευγνωμονώ όσους μου το έμαθαν.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Το στέμμα

Κάποτε, στο χωριό της Ουτοπίας υπήρχε ένα παιχνίδι.
Το παιχνίδι μας. Το παιχνίδι δίχως τέλος.
Θυμάσαι γιατί;
Και οι δύο πριγκίπισσες.
Πάντα σε κοντινά βασίλεια, πολύ κοντινά.
Τόσο που με το πάτημα ενός πλήκτρου
(θυμάσαι το διακόπτη για το φως στο διάδρομο;)
με καλούσες κι ερχόμουν.
Κάθε φορά που κοινός εχθρός πολιορκούσε.
Μα, τί εχθροί!
Εχθρός ήταν κι ο χρόνος - θυμάσαι;
Γι'αυτό το παιχνίδι δεν τέλειωνε ποτέ.
Μου περιέγραφες το στέμμα σου -από κοράλλι και διαμάντια,
κάθε φορά και πιο περίτεχνο, μεγάλωνε κι αυτό μαζί μας.

Και μετά φτιάχναμε το δικό μου, από σμαράγδι και αμέθυστο-
και σαν νοερά τα στολίζαμε δεν ήμασταν πια εμείς.
Ξέφευγες από το σώμα σου και σαν φαντασία ξεγλιστρούσες στο μέλλον-
έτσι ήθελες να το φαντάζεσαι.
Πάντα ελεύθερη.
Κι εγώ το ίδιο.
Ξέρεις, το στέμμα γινόταν κέλυφος από ατσάλι - και η πληγή δεν χωρούσε να περάσει.
Εμείς το πλέξαμε έτσι, θυμάσαι;

Κι έγιναν πολλά - και πέρασαν χρόνια που έκλεισα το στέμμα μου στο μπαούλο
ένα μπαούλο παλιό κι αραχνιασμένο,
που μέσα φύλαγα ό,τι πονούσε το ισχνό μου σώμα.
Εκεί και την καρδιά μου.
Μα το μυαλό όχι.
Εκείνο με σεργιάνιζε στα άδυτα του παραμυθιού -
παραμύθι για παρελθόν και όνειρο για μέλλον
κι αγόραζα εκεί καρδιά -
και ζούσα μέχρι ν'αναστηθεί η δική μου.

Και αναστήθηκε.
Μπήκε και βγήκε χιλιάδες φορές στο μπαούλο -
σου είχα δώσει το αντικλείδι-
κι όταν ξεχνούσα το κλειδί μου
(Τϊ ξεχασιάρα, θα έλεγες τρυφερά)
Μου άνοιγες με το δικό σου.

Κι έτσι πέρασαν χρόνια κι άλλα χρόνια
Ακόμη θυμόσουν από τι ήταν φτιαγμένο το στέμμα μου!
Πώς ήταν δυνατό να θυμάσαι τόσες λεπτομέρειες; σε ρωτούσα με δέος.
"Δεν τις θυμάμαι. Τις ζω. Έχω ακόμη το αντικλείδι σου, ξέρεις"

Και κύλησαν αιώνες στο παραμύθι και λεπτά στο όνειρο -  και πέταξα το μπαούλο.
Την καρδιά μου πια την είχα μαζί - πότε στέμμα και πότε φυλαχτό κρυφό στα στήθη.

Και ένα βράδυ από κείνα τα ατέλειωτα, ήρθες ξανά στον ύπνο μου να παίξουμε.
Νόστος κι αγάπη στη φωνή σου.
Φόρεσες τα σμαράγδια στα μαλλιά σου και άγγιξες και τα δικά μου.
Μα, δεν υπήρχε τίποτα.
Μήτε εκεί μήτε στα στήθη.
Κενό .
Ούτε πληγή.
Κενό.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.

"Δεν είμαι πριγκίπισσα πια. Δεν έμεινε τίποτα. Το σμαράγδι και τον αμέθυστο τον χάρισα για αγάπη μα μου επιστράφηκαν ως σκέτες πέτρες. ", σου είπα και αγκάλιασα το μαξιλάρι να μη δεις τα δάκρυά μου.

Κι άπλωσες το χέρι να κόψεις έν'αστέρι από τον ουρανό-
τί εύκολα που το ξεκαρφίτσωσες από το μαύρο του βελούδο!
Και μου το πέρασες στέμμα στα μαλλιά - να γίνω ξανά πριγκίπισσα.
Με φίλησες απαλά στο μέτωπο κι εξαφανίστηκες.
Το πρωί ξύπνησα χαμογελώντας-και το στέμμα μου ήταν ακόμη εκεί.