Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Προσευχή

Απόψε φοβάμαι για σένα.
Και δεν είναι το απόψε που θα σε φέρει κοντά μου, ούτε το αύριο.
Είναι το ποτέ.
Και σε κατηγορώ ευγνωμονώντας σε, κι όσο σε μισώ άλλο τόσο σε λατρεύω.
Προσεύχομαι για σένα-
και νιώθω τις λέξεις μου να γίνονται ευχές που δειλά χαιδεύουν τ'ακροδάχτυλα ενός Θεού που μας ένωσε σαν μαγνήτης και μας χώρισε σα σεισμός.

"Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς"- και σε βλέπω να γελάς- φύλαγέ τον από κάθε κακό.

"Γεννηθήτω το θέλημά σου"- στα χέρια σου να με κρατάς ενόσω κοιμάμαι- Γιάτρεψε κάθε του πληγή και την αλμύρα των δακρύων του ρίξ΄την στις δικές μου.
Θέλω να'ναι στεγνά τα μάτια του.

"Ελθέτω η Βασιλεία σου" - αγκαλιά στο βαρκάκι, η αγαπημένη μου φωτογραφία - Κλέψε το φτερούγισμα του χελιδονιού και φόρεσέ το στην καρδιά του, να ερωτευτεί ξανά.
Μ'ασημένια κλωστή λησμονιάς πλέξε τα βλέφαρά του - υφανέ τα διάφανο όστρακο -
πως μαύρα μαργαριτάρια τα δυο του μάτια που με παραμύθια αλλόκοτα με νανουρίσαν...

"Ως εν ουρανώ και επί της γης" - και σε φιλάω κάτω από τα χείλη, να προσέχεις στο γυρισμό, πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις-
Δύο δρόμοι, μονοπάτια αδιασταύρωτα - ούτε παράλληλλοι, ούτε κάθετοι-
θα'λεγες πως οι καιροί τους γέλασαν και δεν ανταμώθηκαν ποτέ- παρά μόνο σε μια ουτοπία.
Καλύτερα έτσι. Μην τον αφήσεις να δει πως μάτωσαν τα πόδια μου να τον αναζητώ-
βαδίζοντας σε δρόμους με πέτρα και αγκάθια.
Μην τον αφήσεις να δει πως πια δεν περπατάω για να μη ματώσει ξανα η πληγή.

"Δι 'ευχών" - τελευταία αγκαλιά στην εξώπορτα, λίγο πριν το τέλος-
 Καληνύχτα.


Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Πέρασε καιρός...


the eternal sadness of a painted smile
 Πάει καιρός.
Και πάλι νύχτα στέκομαι να κοιτάζω το λευκό χαρτί,
Παλεύοντας να καλλιεργήσω μιαν έμπνευση άγουρη - μια φαντασία στείρα-
τί κι αν την έσπειρα με σκέψεις και αισθήματα;
άγονο έδαφος και λέξεις δεν μπορώ να θερίσω...
Πάει καιρός.
Ω, ναι! Πια κατάλαβα και τώρα σε ευγνωμονώ-
γιατί σαν άνεμος έφυγες και παρέσυρες τη σκέψη μου μαζί σου.
Ελεύθερη φυλακισμένη και σα φυγάς γέννησε τις ομορφότερές της ρίμες-
και δεν την είδες, γιατί αόρατη ήταν κι όσα εκείνη μπόρεσε να δει
ίσως ποτέ να μην έγιναν.
Κι έγραφα για ώρες, μέρες, χρόνια -
και πάλι όσα ήθελα να πω σφραγίστηκαν για πάντα σε μια απουσία.
Πώς όλοι με κοιτούσαν να κινώ τα χείλη μου- μα ήχος δεν έβγαινε-
παρά μόνο για να τον ακούσεις εσύ.
Εσύ που στο αντίο σου ήσουν γιασεμί και στο χαιρετισμό σου τριαντάφυλλο γεμάτο αγκάθια.
Εσύ που σα σκιά πότε με ακολουθείς, λες κι είσαι αγάπη,
και πότε φεύγεις μπροστά-
να ξεφύγεις - μα, από τί να ξεφύγεις;
Δεν είμαι εγώ αυτή που φοβάσαι-δεν είμαστε εμείς.
Κοίτα πίσω από τις προτάσεις. Πίσω από τις ομοιοκαταληξίες.
Στέκομαι και προσμένω να με βρεις.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Γύρνα πλευρό και κράτα με,για μια στιγμή σιμά σου,
όπως δεν μ'άγγιξες ποτέ-ν'ακούσω την καρδιά σου...
Κι αν είναι οι χτύποι δανεικοί σαν ρολογιού τους δείκτες,
όπου αντίστροφα μετρούν τις φωτεινές μου νύχτες-
μου φτάνει που τους ένιωσα σαν της βροχής τις στάλες
να αργοκυλάνε ρυθμικά στου ονείρου μου τις σκάλες...
Εκεί όπου ανέβηκα θαρρώντας θα σε φτάσω-
 μα φαίνεται δεν πρόλαβα, μοιραίο να σε χάσω;
Κι είναι εκείνη που απαλά αγγίζει το κορμί σου,
στο στήθος της όταν μετρά την κάθε αναπνοή σου...
Και τα σκαλιά εγίνηκαν γκρεμός να τον κατέβω-
να μη θωρώ,να μην πονώ, να πάψω να ζηλεύω...