Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019



Σε έναν κόσμο που τα αγόρια είναι μπλε, πράσινα, ή γκρι και τα κορίτσια ροζ, πορτοκαλί ή κόκκινα, εκείνος τολμούσε να κυκλοφορεί με φούξια-κίτρινη σχολική τσάντα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που τον υποδεχτήκαμε στην τάξη – μπήκε ψηλός, αδύνατος σαν κλαρί, θα’ταν σίγουρα στα δεκατέσσερά του, μας έριχνε τουλάχιστον τρία τέσσερα χρόνια δηλαδή, πέρασε μπροστά μας χωρίς να κάνει προσπάθεια να καλύψει την παράταιρη σάκα του και κάθισε μόνος του στο τελευταίο θρανίο.

Από όλα πάνω του, πιο μεγάλη εντύπωση μου έκανε αυτή η τσάντα. Ήταν ξεκάθαρα δανεική ή χαρισμένη, σε πολλά σημεία ελαφρά ξηλωμένη και λίγο βρώμικη. Θλίψη μου έβγαζε σαν τα χρώματα της να με κορόιδευαν στη μούρη, σα να προσπαθούσε να είναι φωτεινή για να κρύψει τη μαυρίλα που κουβαλούσε. Με τον καιρό μάθαμε πως είχαν έρθει από την Αλβανία με την οικογένεια του εδώ και δύο χρόνια και, πως, λόγω δυσκολιών με τη γλώσσα, θα ξεκινούσε από την Τετάρτη δημοτικού, παρότι ηλικιακά θα έπρεπε να πηγαίνει Γυμνάσιο. Τον κοίταζα και προσπαθούσα να αλιεύσω στο βλέμμα του αν αισθανόταν άβολα που κρατούσε κοριτσίστικη τσάντα όμως το πρόσωπό του τίποτε δεν πρόδιδε.

Πολύ γρήγορα έγινε το επίκεντρο πειραγμάτων από τους νταήδες της τάξης. Η πρώτη χάρτινη σαΐτα που προσγειώθηκε στο κεφάλι του φτιαγμένη πρόχειρα από μία σελίδα του ανθολογίου έγινε πυροκροτητής ενός ξεσπάσματος ολοένα και πιο σκληρών οχλήσεων – μιμήσεις της αγχωμένης του φωνής όταν έπρεπε να διαβάσει στα ελληνικά κάποια φράση, χλεύης για τα φθαρμένα του ρούχα, την καταπονημένη, ροζ του τσάντα – παλιαδερφή, μαλάκα Αλβανέ, γύφτο, σίχαμα. Έφτασαν στο σημείο να κυκλώσουν με κιμωλία το χώρο που περιέβαλε το θρανίο του, δημιουργώντας ένα σχεδόν διαστροφικό παιχνίδι: όποιος πατούσε εντός του κύκλου, να θεωρείται μολυσμένος και να αποκλείεται από την ομάδα για μια εβδομάδα, μέχρι να φύγει η μόλυνση. Πολλές φορές, ο μολυσμένος για εκδίκηση πήγαινε κι έπιανε κάποιον άλλον, μεταδίδοντας του την «ασθένεια», και ξαφνικά έβλεπες παιδιά στην αυλή να κυνηγιούνται σχηματίζοντας οχτάρια για να μην αγγίξει ο ένας τον άλλον.

Τον Πέτρο εγώ τον συμπαθούσα. Τον αντιμετώπιζα με μια συγκρατημένη ευγένεια, ίσως παραπάνω από τη δέουσα. «Να μιλάς στο καινούργιο παιδάκι. Να το κάνεις να νιώθει άνετα. Τίποτα διαφορετικό δεν έχετε.» Το θεωρούσα κάτι σαν ιεραποστολή να μπορέσω να αντισταθμίσω τις βρισιές και τις προσβολές με τη φιλία και το ενδιαφέρον.

Στους άλλους φυσικά δεν τολμούσα να πω την αλήθεια. Πίσω από την πλάτη του, γελούσα με τα αστεία τους για να μη φαίνομαι διαφορετική. Το διαφορετικό είναι πάντα διακριτό κι εγώ ήθελα να είμαι αόρατη. Πότε δεν τον υπερασπίστηκα.

Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, όποτε βλέπω κάποιον από τους γιους μου να επιστρέφει θλιμμένος από το σχολείο, προβάλλει στο μυαλό μου ολοζώντανη μια εικόνα που είχα σφηνώσει για τα καλά στη λήθη: Ο Πέτρος κατάχαμα, με μια ομάδα αγοριών από πάνω του, άλλοι να τον χτυπούν στο πρόσωπο, κάποιοι να τον κλωτσάνε, και δύο από αυτούς να του κατεβάζουν το παντελόνι και το εσώρουχο. Γυρίζω το βλέμμα μου πιο πέρα και βλέπω κορίτσια να χαχανίζουν δείχνοντας κοροϊδευτικά τα γυμνά του οπίσθια, μα, εμένα δε με βλέπω, σαν να μην είμαι πουθενά – Όμως, να! Με βρήκα: Στέκομαι στο ύψος του κεφαλιού του και τον κοιτώ με γουρλωμένα μάτια, μουγγή, και γελάω, έχω ξεκαρδιστεί στα γέλια με το τεντωμένο μου δάχτυλο να δείχνει προς τα κει που προστάζουν οι βασανιστές του.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019



Στα όνειρά μου πάντα κλείνω ένα παράθυρο. Δεν είναι πάντα το ίδιο – άλλες φορές είναι μεγάλο, με τζάμια γυαλιστερά και μοντέρνα κι άλλες είναι με ξεφτισμένη μπογιά και ξύλινα δίχρωμα παντζούρια όπως αυτό του σπιτιού μας. Μερικές φορές δυσκολεύομαι να το κάνω να κλείσει και τότε ταράζομαι πολύ και βάζω τις φωνές τόσο στο όνειρο όσο και στην αλήθεια.


Η κυρία Αρετή μαρτύρησε στη μαμά το όνειρο που βλέπω κι εκείνη θύμωσε πολύ, γιατί πιστεύει πως κλείνω το παράθυρο επειδή ντρέπομαι για την οικογένειά μου. Έχω δύο εβδομάδες να πάω στην κυρία Αρετή και, από ό,τι φαίνεται, μάλλον δεν θα ξαναπάω. Από το δωμάτιό μου, βλέπω διάφορα παιδιά να επιστρέφουν από το σχολείο άλλοτε περπατώντας, άλλοτε χοροπηδώντας και μου αρέσει πολύ όταν παρατηρώ τις τσάντες τους να  κουνιούνται πέρα δώθε καθώς προχωρούν. Η δική μου τσάντα, όταν πήγαινα σχολείο, ήταν πάντα σχεδόν σταθερή στην πλάτη μου γιατί ποτέ δεν έτρεχα για να γυρίσω στο σπίτι. Βλέπω ακόμη πόρτες να ανοίγουν και μαμάδες με μπερδεμένα μαλλιά και μεγάλα χαμόγελα να υποδέχονται τα παιδιά τους με μια μεγάλη αγκαλιά, καθώς αυτά σκουπίζουν τα πόδια τους στα πεντακάθαρα πατάκια της εξώπορτας. 


Έξω από το δωμάτιό μου ακούγονται συχνά θόρυβοι, κι εγώ, όσο η πόρτα παραμένει κλειδωμένη, φαντάζομαι ότι έχω τις μαγικές υπερδυνάμεις της Ματίλντα – εκείνου του κοριτσιού από την παιδική ταινία – και μπορώ να κάνω αντικείμενα να αλλάζουν θέση, να εξαφανίζονται ή να πετούν. Μπορώ ακόμη να κάνω τους τοίχους διάφανους αλλά για πολύ λίγο, γιατί μετά η μαγεία περνάει και γίνονται συμπαγείς κρύβοντας μας ξανά από τον έξω κόσμο. Σχεδόν ποτέ δεν έχει προλάβει κάποιος να με δει – εκτός από τη μαμά φυσικά, που με βλέπει έτσι κι αλλιώς – και μόνο, υποθέτω, ότι μπορεί να με έχει ακούσει. Ίσως όμως δεν μπορεί να καταλάβει από πού έρχονται οι ήχοι και να πιστεύει ότι είναι κάποιο έργο στην τηλεόραση.


Κι όμως τώρα κάτι δείχνει να αλλάζει. Ή ίσως εγώ να το βλέπω πιο καθαρά, επειδή πια δεν με εμποδίζουν οι τοίχοι, ούτε τα παράθυρα, ούτε καν οι σκεπές. Νιώθω επιτέλους να με βλέπουν αν και δεν κοιτούν πάνω, αλλά το σώμα που άφησα στο πεζοδρόμιο. Στο χέρι μου κρατώ μια εικόνα της Παναγίας, που έμαθα στα Θρησκευτικά ότι είναι η μητέρα όλων μας, και ανυπομονώ να με σφίξει στην αγκαλιά της σα να επιστρέφω τώρα από το σχολείο, σα να με υποδέχεται μετά από καιρό, καθώς σκουπίζω τα πόδια μου στο πεντακάθαρο πατάκι του σπιτιού της.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019



Ο κυρ-Νικόλας λέγανε ήταν Άγιος άνθρωπος, φωτισμένος. Τα μάτια του είχαν το χρώμα της μεγάλης του αγάπης – μπλε ήταν σα τη θάλασσά του, την πανούργα του, όπως την αποκαλούσε. Και τι θησαυρούς έβγαζε με τα δίχτυα του από τα βάθη της – σκορπίνες και σαργούς για τη σούπα, λυθρίνια και μπαρμπούνια για το τηγάνι, τσιπούρες για ψησταριά το βράδυ – τόσο ψάρι είχα φάει στα νιάτα μου, που μεγαλώνοντας δεν ήθελα μήτε να τα βλέπω από τον κορεσμό! Είχε αγάπη μεγάλη για τη θάλασσα ο κυρ-Νίκος… Όσο φουρτουνιασμένη και να ήταν, εκείνος της παρέμενε πιστός – μέρα δεν ήταν που να μη μπαρκάρει, παρά μόνο όταν τον τσάκισε εκείνη η πνευμονία και τον έστειλε τρεις εβδομάδες στη νοσοκομείο «Η Σωτηρία» στην Αθήνα. «Κάτσε και λίγο βρε κυρ-Νίκο μου», τον νουθετούσε η γιαγιά μου, «μεγαλώσαμε δεν είμαστε δα νέοι, να παριστάνεις το παλικάρι σε τέτοια φουσκοθαλασσιά».

Κουβέντα δεν άκουγε ο κυρ-Νικόλας, θαρρείς και τα δίχτυα του είχαν παγιδεύσει και τον ίδιο στ’ ανοιχτά, θαρρείς κ τριβελιζε γύρω τους σαν ψάρι από την αντίθετη, να παλεύει να κλειστεί μέσα. Του έλαχε βλέπετε του κυρ Νικόλα, στην ξηρά να μη βρίσκει στέριωμα, με αυτόν τον διάβολο που πήγε και παντρεύτηκε - Ανθή τη λέγανε, μα μόνο λουλούδια δεν είχε στην καρδιά της. Άνθρωπος στριφνός και δύσκολος από τα μικράτα της, τίποτε δεν κατάφερε να μουλιάσει την ψυχή της – ούτε η αγάπη ούτε το δόσιμο του κυρ-Νίκου που έκανε τα πάντα να την ευχαριστήσει. Τα χείλη της μια τρυφερή κουβέντα ποτέ δεν του είπαν – σφιγμένα και ζαρωμένα, ανοιγόκλειναν μόνο για να δώσουν προστάγματα και διαμαρτυρίες. «Του την έφαγε τη ζωή του δύσμοιρου, ο Σατανάς! Είχε δεν είχε τον απόθανε, του' βγαλε τα πνεμόνια!».

Όταν έμαθα το θάνατο του είχα ήδη φύγει από την Αίγινα πέντε χρόνια. Στην κηδεία δεν μπόρεσα να πάω – έστειλα μόνο ένα συλλυπητήριο γράμμα στη γυναίκα του. Λένε ότι η κυρά-Ανθή δεν ξαναβγήκε από το σπίτι έκτοτε – μια ανιψιά της ανέλαβε τον ανεφοδιασμό και το βασικό νοικοκυριό, με αντάλλαγμα φυσικά να πάρει ως προίκα το διώροφο. Τρία χρόνια αργότερα η Ανθή πέθανε στον ύπνο της - στην δική της κηδεία πήγα. Ήταν η μόνη φορά που είδα τα χείλη της μαλακωμένα και το πρόσωπό της γαλήνιο.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019


 
Καιρό μετά το τελευταίο τηλεφώνημα, και υπακούοντας σε παρακλήσεις τρίτων,  έβγαλα προσεκτικά τα σωθικά μου, τα στράγγιξα από το αίμα και τα τοποθέτησα πίσω στη θέση τους.

Φυσικά η διαφορά δε γινόταν αντιληπτή με γυμνό μάτι.

Έτσι, όταν μετά από μήνες, κατέβηκα από το μετρό μίας ασύνδετης με εμάς περιοχής,
και είδα εσένα - που δεν ήσουν πια εσύ - 
με κάποια άλλη να σου αγγίζει πειρακτικά το μάγουλο -μια άλλη που δεν ήμουν εγώ,
εγώ - που δεν ήμουν πια εγώ - 
απλά υποκρίθηκα πως δεν σε είδα-
κι αν με ρωτήσεις - μετά από τόσα χρόνια, ναι - 
ακόμη το υποκρίνομαι.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Όση ώρα έγραφα στον υπολογιστή, με την άκρη του ματιού μου παρατηρούσα τα δάχτυλά του. Πάντα προσέχω τα άκρα των συνομιλητών μου κι αυθόρμητα τους εντάσσω σε υποκατηγορίες - άκρα καθαρά και περιποιημένα υποδηλώνουν άτομο τακτικό και πολιτισμένο, νύχια φαγωμένα εκφράζουν συναισθηματική αστάθεια κι ανασφάλεια, άκρα βρώμικα και μαυρισμένα ανήκουν συνήθως σε οικονομικά αδύναμα και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου άτομα. Τα δικά του άκρα όμως περιέπλεξαν την κατάσταση αφού μολονότι φαίνονταν λεπτά και φροντισμένα, κάτω από τα νύχια είχαν μουτζούρες απωθητικές.

"Η διεύθυνση κατοικίας σας είναι στη Μεθώνη Μεσσηνίας;¨, τον ρώτησα κόβοντας τον ειρμό των σκέψεων μου και σηκώνοντας τα μάτια στο πρόσωπό του. Τον συνέλαβα να με περιεργάζεται με το ίδιο ενδιαφέρον.

"Παροντικά, ναι.". Παροντικά; Σκέφτηκα, μην καταφέρνοντας να αποφύγω ένα ελαφρό ανασήκωμα του φρυδιού. Δεν αποτελούσε εξαίρεση το να συναλάσσομαι με αλλοδαπούς ωστόσο η τόσο
εξευγενισμένη χρήση των ελληνικών του ομολογώ πως ήταν το λιγότερο συγκινητική.

Πιάσαμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Είχε δουλέψει πολλά χρόνια σε ξενοδοχεία και νυχτερινά μαγαζιά σεζόν, είχαν περάσει άπειρα λεφτά από τα χέρια του, όμως τα σιχάθηκε όλα, αλήθεια τα σιχάθηκε, είχε φτάσει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του, παρασυρόταν, μέχρι και μπάφο έφτασε να καπνίζει κάποια μέρα - αυτός που δεν είχε βάλει τσιγάρο στο στόμα του. Έτσι, ένα ωραίο βράδυ, ή για την αληθινή και μη ρομαντική καταγραφή της ιστορίας, ένα ωραίο πρωί, μπήκε στο πρώτο καράβι για Πειραιά και, άγνωστο πως, κατέληξε στην Πύλο.

Τόση ροή είχε η συζήτηση μαζί του που δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα, η αλήθεια είναι ότι εκείνη η μέρα είχε ελάχιστη έως καθόλου δουλειά, κι όταν σηκώθηκε να μου σφίξει το χέρι ένιωσα μια μηδαμινή όσο και αναίτια ενόχληση.

"Χάρηκα τόσο πολύ που σας γνώρισα. Σπάνια συναντά κανείς ανθρώπους σαν εσάς", είπα και του έσφιξα το χέρι, απορώντας και η ίδια με την ευθύτητα μου σε κάποιον ολότελα άγνωστο μέχρι πριν λίγο.

"Δεν υπάρχει τίποτα το διαφορετικό πάνω μου. Όλη μου η δύναμη έρχεται από αυτήν", είπε δείχνοντας μου μία χαριτωμένη πιτσιρίκα περίπου πρώτης δημοτικου σε μία φωτογραφία πολαρόιντ.

Ώρες μετά κατάλαβα ότι ακόμη τον σκεφτόμουν και χαμογελούσα - και ίσως ζήλευα λίγο εκείνο το κοριτσάκι.


Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019





Ράβω σε ποίημα την πληγή με το αίμα της μελάνη
κι ειν'ό,τι ένιωσα πολύ - σελίδα δε το φτάνει - 
γλιστρά και φεύγει και πετά και ορφανές οι λέξεις
μένουν τις ρίμες να βαστούν κενές σα να' ναι ζεύξεις.



Ποια τέχνη ενώνει συλλαβές και σχηματίζει πόνο;
θαρρούσα ήταν η γραφή μα εδά δεν ευοδώνω
Με ποιο κουράγιο να κρατώ, που γράμμα πια δε μένει
Έπλεξα την αλφάβητο μα πίσω δε σε φέρνει.


Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Ροή




Μου πήρε χρόνια να βρω το θάρρος να τη ρωτήσω, παρότι πάντα της ήταν προσιτή, για εκείνη τη φωτογραφία που είχε κρύψει άτσαλα στο άλμπουμ πίσω από αυτή που μας κρατούσε μικράκια στην αγκαλιά της, στην Αίγινα, κάποιο μεσημέρι, μετά από μπάνιο. Κι όταν τελικά ξεστόμισα την ερώτηση, δεν αφορούσε το ποιος απεικονιζόταν - αυτό μου ήταν νομίζω σαφές.

"Γιατί την έκρυψες; Τί φοβόσουν μετά από τόσα χρόνια; ", της απευθύνθηκα ταρακουνώντας ελαφρά τα αγαπημένα της χέρια.

"Τη ροή. Έτρεμα πως όσο βαθιά και να την κρύψω, θα ερχόταν να με ξαναβρεί".

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019




Πάντα φανταζόταν την ευτυχία σαν κάτι πολύχρωμο. Κι αν όχι πολύχρωμο ακριβώς, τουλάχιστον χρωματισμένο ζωηρά - κάτι ηχηρό και κραυγαλέο - κάτι που τραβάει τα βλέμματα και όλοι το θαυμάζουν.

Μα, σήμερα, μια μέρα διαφορετική στη μέση του καλοκαιριού, κάπως πιο γκρι και μουντή, κάπως πιο αταίριαστη, ένιωσε πως η ευτυχία μπορεί να είναι και πιο σκούρα - ακόμη και μελαγχολική. Να κρύβεται στη γωνία του δωματίου σου την ώρα που διαβάζεις κουνώντας ρυθμικά τα πόδια σου και δαγκώνοντας ένα μολύβι, όταν συνοφρυώνεσαι και σχεδιάζεις, όταν φοβάσαι και εύχεσαι. Μπορεί να ερχεται για λίγο και να υπάρχει μόνο για σένα - και τότε να έχει μεγαλύτερη αξία.

Να έρχεται με τη μορφή ενός χαμόγελου. Μια όμορφη φθινοπωρινή ημέρα περίπου στα μέσα του Ιούλη.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019




Σκαρφάλωσα τόσο ψηλά εν γνώσει μου ώστε να καταστήσω την πτώση μοιραία - άλλωστε δεν υπάρχουν μέσες λύσεις στον έρωτα.

Ακόμη κ τσακισμένος όμως - ακόμη κι έτσι - αν κοιτάξεις στο χλωμό φως της λάμπας, πάλι έξω απο το παράθυρό σου αιωρούμαι και περπατώ - κολλημένος σε ένα αέναο replay.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Νάρκισσος


«Δεν ήθελε το κείμενό της να είναι ένα ακόμη love story. Ο διαγωνισμός αυτός ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανασκουμπωθεί και να γράψει ένα πρωτόλειο που θα έκανε το όνομα της γνωστό στους συγγραφικούς κύκλους. Κι εντούτοις, ό,τι κατάφερνε να αραδιάσει στο χαρτί διόλου δεν ξέφευγε από κλισέ ανεκπλήρωτων ερώτων και δακρύβρεχτους ήρωες που προέβαιναν σε πράξεις αυτοθυσίας κι απελπισίας στην προσπάθειά τους να βρουν λύτρωση στην αγάπη – πιο banal, πεθαίνεις! Σκέφτηκε απηυδισμένη αφήνοντας το ταλαιπωρημένο της μολύβι πάνω στο σωρό από τρίμματα μίας σχεδόν ανύπαρκτης γόμας. Λίγος φρέσκος αέρας θα ήταν ό,τι έπρεπε. Με τα κλειδιά μόνο στο χέρι κατεβαίνει την παλιά και γεμάτη υγρασία σκάλα του διώροφου νεοκλασικού που αποτελεί προσωρινά το σπίτι της και ανηφορίζει προς την Πλάκα».

Έσκισε τη σελίδα και την απόθεσε οργισμένη στη στοίβα με τις υπόλοιπες. Ναι μεν αποτελούσε μία αρκετά ικανοποιητική εισαγωγή για το πρώτο της διήγημα, όμως η σύνθεση δέκα γραμμών σε διάστημα δύο εβδομάδων κάθε άλλο παρά έδινε ενθαρρυντικό προμήνυμα για την πορεία της ως συγγραφέα. Η απόφασή της να συμμετάσχει σε αυτό το διαγωνισμό διηγήματος αποδεικνυόταν δίκοπο μαχαίρι – αφ’ ενός λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης προκειμένου επιτέλους να  επιχειρήσει να γράψει κάτι και αφετέρου στράγγιζε την έμπνευσή της τοποθετώντας την σε στενά χρονικά περιθώρια.

Τις ενοχλητικές της σκέψεις διέκοψε ο συριστικός ήχος του κουδουνιού. Νωχελικά κατευθύνθηκε προς την πόρτα – δεν υπήρχε βιάση, ήξερε ποιος ήταν ο επισκέπτης της άλλωστε.
«Το έχεις έτοιμο κιόλας;» λέει αδιάφορα, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα ενώ επιστρέφει σέρνοντας τα βήματά της στον καναπέ.

Συγκατανεύει σοβαρός και αφήνει το πακέτο με τις σελίδες στο ρουστίκ δρύινο τραπεζάκι του σαλονιού. Χαμογελάει πονεμένα στα δύο ερωτευμένα πρόσωπα που τον κοιτάζουν πλαισιωμένα από μία κορνίζα σε σχήμα καρδιάς. Τι θράσος! Δεν μπήκε καν στον κόπο να την κρύψει ενώ τον περίμενε. Άθελά του σκέφτεται να πάρει πίσω τις σελίδες του ή ακόμη καλύτερα να τις σκίσει αργά μπροστά στα μάτια της μετατρέποντας τις σε λευκές σερπαντίνες που θα καλύψουν όλο το δωμάτιο. Αντ’ αυτού, αποστρέφει το βλέμμα από τη φωτογραφία και παίρνει θέση δίπλα της.

«Πιστεύω πως θα καταφέρεις να μπεις στα 50 πρώτα με αυτό ∙είναι από τα καλύτερα αντίστοιχης έκτασης που έχω γράψει.»

Του χαμογελάει βεβιασμένα, κοιτάζει επιδεικτικά το ρολόι της και στριμώχνει τις σελίδες όπως-όπως στο σακίδιο της. Με τα κλειδιά μόνο στο χέρι κατεβαίνει την παλιά και γεμάτη υγρασία σκάλα του διώροφου νεοκλασικού που αποτελεί προσωρινά το σπίτι της και ανηφορίζει προς την Πλάκα.
«Σκίζει τη σελίδα χαμογελώντας και τη διπλώνει ευλαβικά. Το ήξερε πως ο φρέσκος αέρας θα την ενέπνεε. Τη βάζει προσεκτικά στο σακίδιο και κατηφορίζει προς το σπίτι.»