Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Νάρκισσος


«Δεν ήθελε το κείμενό της να είναι ένα ακόμη love story. Ο διαγωνισμός αυτός ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανασκουμπωθεί και να γράψει ένα πρωτόλειο που θα έκανε το όνομα της γνωστό στους συγγραφικούς κύκλους. Κι εντούτοις, ό,τι κατάφερνε να αραδιάσει στο χαρτί διόλου δεν ξέφευγε από κλισέ ανεκπλήρωτων ερώτων και δακρύβρεχτους ήρωες που προέβαιναν σε πράξεις αυτοθυσίας κι απελπισίας στην προσπάθειά τους να βρουν λύτρωση στην αγάπη – πιο banal, πεθαίνεις! Σκέφτηκε απηυδισμένη αφήνοντας το ταλαιπωρημένο της μολύβι πάνω στο σωρό από τρίμματα μίας σχεδόν ανύπαρκτης γόμας. Λίγος φρέσκος αέρας θα ήταν ό,τι έπρεπε. Με τα κλειδιά μόνο στο χέρι κατεβαίνει την παλιά και γεμάτη υγρασία σκάλα του διώροφου νεοκλασικού που αποτελεί προσωρινά το σπίτι της και ανηφορίζει προς την Πλάκα».

Έσκισε τη σελίδα και την απόθεσε οργισμένη στη στοίβα με τις υπόλοιπες. Ναι μεν αποτελούσε μία αρκετά ικανοποιητική εισαγωγή για το πρώτο της διήγημα, όμως η σύνθεση δέκα γραμμών σε διάστημα δύο εβδομάδων κάθε άλλο παρά έδινε ενθαρρυντικό προμήνυμα για την πορεία της ως συγγραφέα. Η απόφασή της να συμμετάσχει σε αυτό το διαγωνισμό διηγήματος αποδεικνυόταν δίκοπο μαχαίρι – αφ’ ενός λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης προκειμένου επιτέλους να  επιχειρήσει να γράψει κάτι και αφετέρου στράγγιζε την έμπνευσή της τοποθετώντας την σε στενά χρονικά περιθώρια.

Τις ενοχλητικές της σκέψεις διέκοψε ο συριστικός ήχος του κουδουνιού. Νωχελικά κατευθύνθηκε προς την πόρτα – δεν υπήρχε βιάση, ήξερε ποιος ήταν ο επισκέπτης της άλλωστε.
«Το έχεις έτοιμο κιόλας;» λέει αδιάφορα, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα ενώ επιστρέφει σέρνοντας τα βήματά της στον καναπέ.

Συγκατανεύει σοβαρός και αφήνει το πακέτο με τις σελίδες στο ρουστίκ δρύινο τραπεζάκι του σαλονιού. Χαμογελάει πονεμένα στα δύο ερωτευμένα πρόσωπα που τον κοιτάζουν πλαισιωμένα από μία κορνίζα σε σχήμα καρδιάς. Τι θράσος! Δεν μπήκε καν στον κόπο να την κρύψει ενώ τον περίμενε. Άθελά του σκέφτεται να πάρει πίσω τις σελίδες του ή ακόμη καλύτερα να τις σκίσει αργά μπροστά στα μάτια της μετατρέποντας τις σε λευκές σερπαντίνες που θα καλύψουν όλο το δωμάτιο. Αντ’ αυτού, αποστρέφει το βλέμμα από τη φωτογραφία και παίρνει θέση δίπλα της.

«Πιστεύω πως θα καταφέρεις να μπεις στα 50 πρώτα με αυτό ∙είναι από τα καλύτερα αντίστοιχης έκτασης που έχω γράψει.»

Του χαμογελάει βεβιασμένα, κοιτάζει επιδεικτικά το ρολόι της και στριμώχνει τις σελίδες όπως-όπως στο σακίδιο της. Με τα κλειδιά μόνο στο χέρι κατεβαίνει την παλιά και γεμάτη υγρασία σκάλα του διώροφου νεοκλασικού που αποτελεί προσωρινά το σπίτι της και ανηφορίζει προς την Πλάκα.
«Σκίζει τη σελίδα χαμογελώντας και τη διπλώνει ευλαβικά. Το ήξερε πως ο φρέσκος αέρας θα την ενέπνεε. Τη βάζει προσεκτικά στο σακίδιο και κατηφορίζει προς το σπίτι.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου